Σάββατο 27 Αυγούστου 2011

"Ανάμεσα στις Συμπληγάδες" Του Κώστα Γεωργουσόπουλου ("ΝΕΑ", Δευτέρα 08 Αυγούστου 2011)

...................................................................................

Ανάμεσα στις Συμπληγάδες

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ

Του Κώστα Γεωργουσόπουλου

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στα "ΝΕΑ", Δευτέρα 08 Αυγούστου 2011


Τη «Μήδεια» του Ευριπίδη ανέβασε στην Επίδαυρο ο Αντώνης Αντύπας σε μετάφραση Γιώργου Χειμωνά με την Αμαλία Μουτούση (Μήδεια) και τον Χρήστο Λούλη (Ιάσονας)

Είναι αδιανόητο, σήμερα, που έχει κατακλυστεί η πνευματική αγορά με πολιτικές, κοινωνιολογικές, έμφυλες πολυπολιτισμικές μελέτες, παγκοσμιοποιημένες και εφήμερες, γύρω από τα ποικίλα προβλήματα της συναλοιφής των πολιτισμών, σήμερα που οργιάζουν οι συγκρούσεις γύρω από τις θρησκευτικές φονταμενταλιστικές διαφορές, τον ρατσισμό και έχει πάρει την περιωπή σχεδόν αυτόνομης επιστήμης η θέση, η μοίρα και η λειτουργία της γυναίκας στον κόσμο και στην κουλτούρα των λαών, να μην εστιάζεται κυρίως το έργο του Ευριπίδη σ' αυτά τα προβλήματα όχι απλώς ως προδρομικό αλλά και άκρως επαναστατικό.
Και βεβαίως να μην συνεξετάζεται ο ευριπίδειος προβληματισμός συναρτήσει της σοφιστικής επιχειρηματολογίας.
Πώς μπορεί να αγνοεί κανείς το μέγα πρόβλημα που απασχόλησε τους σοφιστές και κατ' ακολουθία τον Ευριπίδη της πολιτιστικής ώσμωσης Ελλήνων και «βαρβάρων»; Κανείς δεν θέλησε να αντιληφθεί τη Δικαιοσύνη του Ευριπίδη όταν βάζει τον Θόαντα στην ταυρική «Ιφιγένεια» να λέει ακούγοντας πως ο Ορέστης σκότωσε τη μάνα του «αυτά τα πράγματα είναι αδιανόητα στους βαρβάρους» και στη «Μήδεια» να ακούγεται πως οι παιδοκτονίες είναι αδιανόητες στους Ελληνες. Ιδού η ευριπίδεια και σοφιστική ειρωνεία! Το πρόβλημα που τίθεται στις τραγωδίες του από τη μια είναι η ενότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, αδιακρίτως φυλής, γλώσσας, θρησκείας, ηθών, και από την άλλη η πηγή της ανθρώπινης δυστυχίας, ο πολιτισμός, όπως προσφυώς στα χρόνια ανέλυσε το πρόβλημα ο Φρόιντ, άλλη μια φορά αναπτύσσοντας αρχαίους θεμελιώδεις στοχασμούς.
Η Μήδεια, η Ανδρομάχη από τη μια, η Ιφιγένεια, η Ελένη από την άλλη προσπαθούν να επιβιώσουν οι πρώτες στα ελληνικά ήθη και οι δεύτερες στα βαρβαρικά.
Η Μήδεια υπερασπίζεται το φυσικό δίκαιο, την παράδοση, τις ρίζες και τις αισθητηριακές έλξεις και απώσεις του ερωτικού ενστίκτου. Ο Ιάσων κολυμπάει μέσα στον ορθολογισμό, στην έννομη τάξη και τη λογική των θεσμών. Αυτά τα θέματα τα έχει εξαντλήσει ο Κορνήλιος Καστοριάδης και οι θεωρίες για τις «ανοιχτές κοινωνίες» από την άλλη (π.χ. Καρλ Πόπερ).
Στη σημερινή Ευρώπη και στην πολιτισμική Ελλάδα είναι δυνατόν να μην εστιάζεται η ερμηνεία της Μήδειας, αφού υπάρχει ρητό κλειδί στο κείμενο, πυρηνικό θέμα, στην πολιτισμική διαφορά στα θέματα γάμου, έρωτα και παιδαγωγίας; Κανείς επιτέλους δεν θα προβληματιστεί γιατί η Μήδεια είναι η ΜΟΝΗ γυναίκα παιδοκτόνος, ενώ η αρχαία τραγωδία είναι γεμάτη με συζυγοκτόνους, αυτόχειρες γυναίκες, άντρες και παιδοκτόνους πατέρες-αφέντες;
Το αριστούργημα του Ευριπίδη τείνει να γίνει ο τραγικός «Μάκβεθ», το καταραμένο έργο για σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Ψάχνει κανείς με τον φακό να βρει μια ολοκληρωμένη σκηνοθετική ή υποκριτική άποψη. Και δοκίμασαν γίγαντες της ελληνικής σκηνοθεσίας (Ροντήρης, Κουν, Σολομός, Βολανάκης, Ευαγγελάτος) και ταλαντούχοι νεώτεροι, Ελληνες και ξένοι (Χρονόπουλος, Λιβαθινός, Κοντούρη, Βασίλιεφ, Στάιν) και αναφέρομαι μόνο στα Επιδαύρια. Και οι μεγαλύτερες ελληνίδες ηθοποιοί. Κάπου το έργο αντιστεκόταν, κάπου έμπαζαν οι ερμηνείες, είτε κλασικές είτε ρομαντικές, είτε νατουραλιστικές, είτε εξπρεσιονιστικές, είτε μεταμοντέρνες.
Ο Αντώνης Αντύπας είναι ένας σκηνοθέτης που φοβάται τα μεγάλα τραγικά κείμενα, δηλαδή τα σέβεται, και κάνει πολύ καλά. Γι' αυτό δεν είναι από εκείνους που σώνει και καλά επιθυμούν στο πιτς-φιτίλι (όπως τόσοι και τόσοι) να ανεβάσουν τραγωδία, και μάλιστα στην Επίδαυρο. Σέβεται εν πρώτοις τα κείμενα ως λόγο και φτάνει να μην προβαίνει ούτε σε αναγκαίους για το σημερινό κοινό μυθολογικούς ακρωτηριασμούς.
Σέβεται την εκφορά του λόγου, τον ρυθμό του μεταφραστή και κυρίως τη δομική διαφορά των επεισοδίων και των λυρικών μερών. Τιμά τον μελισμένο λόγο και σ' αυτό έχει πολύτιμο συμπαραστάτη την ευαισθησία (μουσική και φιλολογική) της Ελένης Καραΐνδρου. Η «Μήδειά» του ήταν μια πεντακάθαρη ανάγνωση αλλά κυριολεκτικά: Ανάγνωση. Εμεινε κανείς με την εντύπωση πως η σπουδαία λεπτοδουλειά έγινε στο τραπέζι πριν η πρόβα «σηκωθεί». Εκεί πρέπει να δούλεψε εξαντλητικά και η σοφία της Γεμεντζάκη που δίδαξε την εκφορά του λόγου. Κι αυτό φάνηκε. Οι ηθοποιοί άρθρωναν τόσο στρογγυλά ώστε φαινόταν στους νεώτερους και στον Χορό ο μηχανισμός και τα σωματικά δείγματα παραγωγής φωνής.
Αλλά όπως στη ζωγραφική δεν πρέπει να φαίνονται οι πινελιές που απορρίφτηκαν και στην ποίηση οι λέξεις που διαγράφηκαν, και στην υποκριτική δεν πρέπει να φαίνεται ο μόχθος. Και στην παράσταση του Αντύπα υπήρξε μόχθος πολύς και σοβαρός. Αλλά φαινόταν! Δυστυχώς το αναγνωστικό ήθος πέρασε και στην μίμησιν πράξεως. Ακινησία, μετωπική υποκριτική, ψυχρότητα αποστάσεων, σημαίνουσες πόζες. Μια παράσταση ασώματη! Μετρημένα βηματάκια, ορθολογισμένα γεωμετρικά σχήματα, σχηματοποίηση του Χορού. Και επιστροφή στο σπρεχ-κορ, τη ρυθμική συνεκφώνηση που καταδίκαζαν οι «μοντέρνοι» στον Ροντήρη το 1938 αλλά όταν το έφερε ο Στάιν έγινε μεταμοντέρνος οίστρος! 

Η χαμένη ευκαιρία της Αμαλίας Μουτούση


Η Καραΐνδρου με τη γερή μουσική φλέβα διάβασε σωστά τα λυρικά μέρη, αλλά άφησε ανεκμετάλλευτα τα δραματικά. Αυτά τα ανέλαβε η συνεκφώνηση. Η Στελλάτου είχε δεμένα τα χέρια με τόσο μινιμαλιστική σκηνοθετική γραμμή.

Οι ηθοποιοί, όλοι διάβασαν με κύρος και σεβασμό την καλύτερη μετάφραση του Χειμωνά. Και μακάρι η ανάγνωση να μαγνητογραφηθεί και να πάει στα σχολεία. Αλλά το βάθος των ρόλων διέφυγε και δεν εννοώ το ψυχολογικό, αν και ψήγματα ψυχολογισμού και ρομαντισμού δεν λείπουν από τον Ευριπίδη.

Αλλη μια ευκαιρία χαμένη για το σημαντικότερο υποκριτικό ταλέντο της γενιάς της, τη Μουτούση. Επαιζε στο κενό προς το κοινό.

Κρατώ τη λιτή παρουσία της Καλλιμάνη, του Πάνου και του Νταλιάνη. Ο Λεμπεσόπουλος ο μόνος που υπερκινήθηκε μέσα στην καθολική ακινησία, φάνηκε παραφωνία. Ο Λούλης έξοχος στον ορθολογισμό, φάλτσαρε στο τελικό πάθος. Ο Ημελλος στον τραγικό χώρο αναπτύσσει τη θαυμάσια μανιέρα του.

Ο Πάτσας άλλη μια φορά σεβάστηκε το τοπίο της Επιδαύρου σημαίνοντας συμβολικά: η Αργώ-Μήδεια πετώντας ανάμεσα στις Συμπληγάδες πέτρες.

....................................................................................
την κριτική του Κ.Γεωργουσόπουλου αντέγραψε η Μελπομένη Προβοπούλου.
 

"Ελληνικό Φεστιβάλ, πρώτος απολογισμός θετικός" Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ (Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011)


....................................................................................

Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

ΟΙ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ, ΟΙ ΑΣΤΟΧΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ

Ελληνικό Φεστιβάλ, πρώτος απολογισμός θετικός

ΚΡΙΤΙΚΗ Ελληνικό Φεστιβάλ
Μπορεί πολλοί να διαφωνήσουν με την εντύπωση ότι το φετινό Ελληνικό Φεστιβάλ παρουσίασε κάμψη -κυρίως στον τομέα που αφορά τις ελληνικές παραγωγές-, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι το γενικό επίπεδο παραμένει καλό, εξαιρετικό μάλιστα, αν αναλογισθεί κανείς το επίπεδο άλλων εθνικών μας εκδηλώσεων. 

«Ηρακλής Μαινόμενος», σε σκηνοθεσία Μ. Μαρμαρινού. 
Σημαντικό και θετικό κρατούμενο της φετινής Επιδαύρου 

Τώρα που και το καλοκαίρι εκπνέει, και τη θέση του κεντρικού Φεστιβάλ της χώρας παίρνουν άλλα, περιφερειακά και τοπικά υποκατάστατα, μπορεί πιστεύω να κριθεί απ' όλους η τελική του κατάθεση, με τη μορφή έστω ενός πρώτου απολογισμού.
Με το καντάρι της ποσότητας είναι γεγονός ότι το Φεστιβάλ κράτησε την περίοπτη θέση του στο καλλιτεχνικό σύστημα. Ο αριθμός των παραγωγών που εμφανίστηκαν στις σκηνές του υπερβαίνει και τις αντοχές του πιο φανατικού επαγγελματία θεατρόφιλου. Επέκταση ποσοτική όσο και χωροταξική.
Ο χάρτης των παραστάσεων απλώνεται πλέον από την παραδοσιακή περιδιάβαση στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και φυσικά στην αρχαία Επίδαυρο, μέχρι την κατεστημένη πια Πειραιώς, αλλά και σε πολλούς σύγχρονους αστικούς και παρα-αστικούς χώρους.
Ακριβοθώρητοι
Θα μου επιτρέψετε όμως να ξεκινήσω απολογιστικά με την επίσκεψη των ξένων παραγωγών, που φαίνεται πως είναι αυτές που κάθε χρόνο δίνουν στο Φεστιβάλ το στίγμα του. Φέτος μας τίμησαν το Θέατρο του Η-λιου, ο Κριστόφ Βαρλικόφσκι και ο Ρομέο Καστελούτσι από τους παλιούς γνώριμους, μαζί με το θέατρο του Νικολάι Κολιάντα και τον Wajdi Mouawad, από τους ακριβοθώρητους.
Ας μην προβούμε εδώ σε σχολιασμούς για τις παραστάσεις τους, η κριτική έχει άλλωστε επιτελέσει ήδη το έργο της. Μόνο μια παρατήρηση που περισσεύει. Είναι η αυτοπεποίθησή τους, η διάθεσή τους να αντιπαλέψουν με κάτι το μεγάλο και πλούσιο, η ικανότητά τους να δημιουργούν εκ του μηδενός ένα σύμπαν από εντυπώσεις και χρώματα, που πρέπει κάποτε να μελετήσει, να ζηλέψει και να ακολουθήσει το νεότερο θέατρό μας. Η τέχνη έπεται, ως γνωστόν, της τεχνικής.
Είτε σε μεγάλα σε μέγεθος δημιουργήματα, όπως τους «Ναυαγούς» της Μνούσκιν, είτε σε δοκιμές, όπως του Καστελούτσι για την αντι-παρουσία του Θεού, στον ασκητικό πρωτογονισμό ενός «Αμλετ» από τον Κολιάντα ή στον μελετημένο εκλεκτικισμό στις «Γυναίκες» του Μουαουάντ, διακρίνουμε τη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας ικανής να εγκλωβίζει αισθήσεις και να κατευθύνει το νου.
Θεατρική ποίηση
Ακόμη λοιπόν και όσοι βρήκαν κουραστική τη συνδιαλλαγή του Βαρλικόφσκι ή του Μουαουάντ με την αρχαία τραγωδία, δεν μπορούν να αρνηθούν ότι και οι δύο δοκίμασαν να μετατρέψουν μια μεγάλη σε έκταση ιδέα σε ποίηση θεάτρου.
Η αναφορά όμως στις αντίστοιχες μεγάλου μεγέθους ντόπιες παραγωγές δεν μπορεί να είναι το ίδιο αισιόδοξη. Στην Πειραιώς, η «Μέδουσα» του Θωμά Μοσχόπουλου δεν έπεισε, είτε γιατί αδυνατούσε να γεμίσει το κενό του χώρου που ανέλαβε είτε γιατί δραματουργικά υπέφερε σε πολλά σημεία.
Το αφιέρωμα στον Νιζίνσκι του Σταύρου Τσακίρη ήταν ομοίως απογοητευτικό, και, αν μη τι άλλο, ακατάλληλο για το θέατρο του Ηρωδείου. Εμβόλιμα στον ίδιο ανοιχτό χώρο, ο γκολντονικός «Υπηρέτης δύο αφεντάδων» έθεσε το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης στη χορεία των πολύ λίγων πια περιφερειακών θεάτρων που συμμετέχουν στο Φεστιβάλ. Η πρόταση του σκηνοθέτη Γιάννη Κακλέα για το έργο, χωρίς να είναι ανανεωτική, ήταν όμως ευφρόσυνη. Πολύ περισσότερο υποσχόμενη υπήρξε η άλωση του συστηματικού θεάτρου από τον Αρη Ρέτσο στο «Θρόνο των Ατρειδών», που φούλαρε το Ηρώδειο και ξεσήκωσε τον ενθουσιασμό των φίλων του. Δύσκολο να περιγραφεί η μορφική πρότασή του, αγαπήθηκε όμως όπως είναι, σαν στάση μιας ακόμη ανολοκλήρωτης πορείας.
Είναι καλή η σκέψη του Φεστιβάλ να διευθύνει τις μικρότερες εκδηλώσεις του στους άξονες δύο δράσεων: μονόλογοι πρώτα, υπό τη σκέπη μιας δράσης με τον τίτλο «Θέατρο σε Α' ενικό», και νεότερες ομάδες ύστερα, σε ανοιχτούς, ανοίκειους και με θέα στο αστικό άπειρο χώρους, που παρουσιάζουν τη δουλειά τους κάτω από τον τίτλο «Πολεοδομές». Θεωρητικά η πρώτη σκέψη αφορά τη συνάθροιση καλλιτεχνών, τη μεταξύ τους ώσμωση και την εξαγωγή συμπερασμάτων από τη συνάντηση.
Πρακτικά όμως σημαίνει ακόμα την υπερφόρτωση του προγράμματος με μικρές (σε έκταση, διάρκεια, φιλοδοξία) προτάσεις, ώστε την παρέμβαση του καθενός να είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς και ακόμα δυσκολότερο να την εντάξει σε μια γενική εικόνα.
Εστω και έτσι, μερικές προτάσεις διακρίθηκαν στο περιβάλλον του δημιουργικού θορύβου. Από τους μονολόγους, η καθηλωτική ερμηνεία του Γιάννου Περλέγκα στη «Βρωμιά» του Ρόμπερτ Σνάιντερ, η Ρούλα Πατεράκη στη μυητική της διαδικασία στον «Δαίμονα» της Μαρίας Ευσταθιάδη, ο συγκλονιστικός Χρήστος Στέργιογλου στο «Παρτάλι» από το μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, η ερμηνευτική πρόταση του Θανάση Σαράντου πάνω στο «Ονειρο στο κύμα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ξεπερνούν τη βραχεία μνήμη και μας ακολουθούν.
Ριζικές «Πολεοδομές»
Οι «Πολεοδομές», από την άλλη, αποτέλεσαν ίσως την πιο συμπαθητική αλλά και ριζική παρέμβαση του φετινού φεστιβάλ. Το Ελληνικό Φεστιβάλ αναλαμβάνει, πλην της ψυχαγωγίας και της ενημέρωσης του αθηναϊκού κοινού, την ευθύνη της ανάδειξης μιας νέας γενιάς καλλιτεχνών.
Ας διακρίνουμε εδώ την ανοιχτή προσέγγιση του φιλοσοφικού λόγου του Καρτέσιου από την ομάδα Nova Melancholia, σε μια διαδικασία αισθητικοποίησης και αποσυναγωγής του λόγου από το συναίσθημα, όπως και την πολιτική παρέμβαση του Ανέστη Αζά και της ομάδας Projector με το «Ταξίδι με τρένο» -η μέθοδος των Rimini Protokol οδηγεί σε ενδιαφέρουσες προοπτικές την αξιόλογη νέα ομάδα. Ξεχωρίζω ακόμη στην Πειραιώς την ομάδα Pequod με την «Υπόθεση εργασίας», κυρίως γιατί διεκδικεί για λογαριασμό της μια απλή, ευθεία και ειλικρινή σκηνική γλώσσα.
Περνούμε έτσι γρήγορα στην Επίδαυρο, η οποία μειωμένη φέτος στις έξι παραστάσεις, ξεκίνησε νωθρά για να ολοκληρωθεί -σε πείσμα των αρνητών της- θριαμβικά. Πρώτο κρατούμενο: Η αποτυχία των δύο κρατικών θεάτρων, που ζήτησαν να αντιμετωπίσουν την κρίση με ένα είδος αρχαιοπρεπούς ρεβί.
Στην Επίδαυρο
Το κοινό γύρισε την πλάτη στο κολάζ και οι κριτικοί στάθηκαν σκεπτικοί στις προθέσεις μιας μάλλον εμπορικής πρότασης, που καλύφθηκε με το πέπλο της μεταδραματουργίας. Οι κάπως αδικημένοι «Σκηνοβάτες» του Εθνικού υπήρξαν η πιο κραυγαλέα αποτυχία του στην Επίδαυρο έπειτα από πολλά χρόνια. Και τα «Μικρά Διονύσια» -που λόγω απεργίας των τεχνικών μετετέθησαν στην ουρά του Φεστιβάλ- περιέφεραν με μελαγχολία την πανηγυρική συλλογή στιγμών που θα συνέθεταν το Ιωβηλαίο του ΚΘΒΕ.
Δεύτερο κρατούμενο: Ούτε οι έτοιμες λύσεις ικανοποιούν πλέον το ζητούμενο της Επιδαύρου. Τις δοκίμασε ο Πέτρος Φιλιππίδης στη δική του «Ειρήνη» -που άνοιξε το Φεστιβάλ στο θέατρο της Αργολίδας- με αμφίβολα αποτελέσματα. Ακόμη και η «μεγάλη επιτυχία» του Απλού Θεάτρου με τη «Μήδεια» προήλθε κατά μεγάλο μέρος από την περιουσία της Αμαλίας Μουτούση, παρά από μια συνολική πρόταση γύρω από την αρχαία τραγωδία.
Τα πράγματα θα βρίσκονταν κάτω από ετήσιο όρο της ετήσιας συγκομιδής -ήδη από μόνος του αρκετά χαμηλός τα τελευταία χρόνια- αν δεν συνέβαινε το γεγονός της άφιξης του «Ριχάρδου του Γ'» και της σύμπραξης του πρωταγωνιστή Κέβιν Σπέισι με τον σκηνοθέτη Σαμ Μέντες, καταμεσής του καλοκαιριού, για να μας θυμίσει ότι η Επίδαυρος μπορεί να αποτελέσει αληθινό κέντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος, πόλο έλξης αλλά και ανακλαστήρα κάθε σπουδαίας ερμηνείας στο κλασικό θέατρο. Το διήμερο έγινε τριήμερο, λόγω του μπλοκ-μπάστερ, και το κοινό έδωσε μάθημα προσέλευσης, συμμετοχής αλλά και εγκαρτέρησης στη σχεδόν τετράωρη παράσταση του αγγλικού θιάσου.
Από κοντά όμως έρχεται, έστω και περιορισμένη εντός των συνόρων, παρέμβαση του Εθνικού και του Μιχαήλ Μαρμαρινού με τον «Ηρακλή Μαινόμενο». Πρόκειται για εκβολές μιας μακρόχρονης έρευνας, που τώρα ζητάει να εστιάσει στον κλασικό λόγο. Από την παρουσία ενός αληθινά δρώντος και ομιλούντος Χορού, μέχρι τη διαστρωμάτωση της ευριπίδειας δραματουργίας μέσω της χρήσης των μικροφώνων, τα επιμέρους της παράστασης οδηγούν στη μελλοντική έξοδο του ελληνικού θεάτρου από τα είδωλα της μεταπολεμικής αναβίωσης του αρχαίου δράματος. Ας είναι αυτό το τρίτο, σημαντικό και θετικό κρατούμενο της φετινής Επιδαύρου.

"Ελεύθεροι πολιορκημένοι" της Νατάσας Μπαστέα ("ΤΑ ΝΕΑ", 27/8/2011) ή Πολιορκημένοι μεν, Ελεύθεροι δε! Ένα άρθρο με πολλή σημασία για μας σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς...

...................................................................................

Ελεύθεροι πολιορκημένοι

Της Νατάσας Μπαστέα

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στα "ΝΕΑ",Σάββατο 27 Αυγούστου 2011


Πέρσι έφερα μαζί μου από την Παναγιά τη Γοργόνα ένα φύλλο από τη μουριά κάτω από την οποία καθόταν ο Στράτης Μυριβήλης. Επεσε το φύλλο στην τσάντα μου ενώ τρώγαμε στη Συκαμνιά, το βρήκα στην επιστροφή από τη Μυτιλήνη, το έβαλα ως σελιδοδείκτη στο βιβλίο που διάβαζα και όταν το τέλειωσα το άφησα εκεί. Μια γνωστή μου έδειξε με περηφάνια ένα βότσαλο που πήρε μαζί της από την παραλία όπου γνώρισε τον μεγάλο έρωτα της ζωής της - «ακόμα κι αν τελειώσει ο έρωτας», είπε, «η επιθυμία για αυτόν έχει γραφτεί πάνω στη γυαλιστερή πέτρα».
Ολο και πιο δύσκολα αποχωριζόμαστε τις διακοπές μας καθώς περνούν τα χρόνια, διαπιστώνουμε με φίλους που αφηγούνται ανερυθρίαστα - και αυτό είναι το ενδιαφέρον - μικρές τελετές αποχαιρετισμού παραλιών, σουρεαλιστικές σκηνές αποθέωσης της ανεμελιάς, τυπικά ευχαριστιών σε κύματα που προσέφεραν την αγκαλιά τους για αποφόρτιση. «Εκατσα εκεί στην ακτή και μέτρησα σαράντα κύματα να σκάνε πάνω μου», διηγήθηκε φίλος, «και φανταζόμουν ότι καθένα που έφευγε έπαιρνε μαζί του κάτι από τα πολλά που δεν μου αρέσουν πια στην καθημερινότητα». Μια παρέα λίγο άτακτη ετοιμάζεται να αποχαιρετήσει σήμερα την άνευ ωραρίου και υποχρεώσεων ζωή των διακοπών με ουζοποσία μέχρις εσχάτων σ' ένα αγαπημένο παραδοσιακό καφενείο με θυμόσοφο ιδιοκτήτη, τον οποίο απείλησαν μεταξύ αστείου και σοβαρού ότι θα σκαλίσουν τα ονόματά τους στο τραπέζι για να επιστρέψουν του χρόνου - ως ένα νόμισμα στη Fontana di Trevi, σε λίγο πιο πρωτόγονη a la greca μορφή.
Τι να κάνουμε; Σαν τους ελεύθερους πολιορκημένους θα ζήσουμε αυτό το φθινόπωρο που έρχεται γλυκά γλυκά. «Αισθάνομαι ότι έχει ξεκινήσει ο βομβαρδισμός και αναρωτιέμαι εάν θα με χτυπήσουν οι βόμβες», όπως το έθεσε με ανατριχιαστική ακρίβεια κάποιος. Πιανόμαστε απ' όπου μπορούμε, μια πέτρα, ένα κύμα, ένα τραπέζι αδειανό. Ενας ανιμισμός ανανεωμένος λόγω πρόσθετης πίεσης, πανάρχαιος λόγω ανθρώπινης υφής. Κάπως έτσι τα αντικείμενα αποκτούν ψυχή.
Κι όμως κοιτώντας το καλοκαιρινό τοπίο που σε λίγο θα αδειάσει, ξέρεις ότι σου φάνηκε μαγικό επειδή ήταν εκεί οι άνθρωποι: ήπιαν, φλέρταραν, μίλησαν, έφαγαν, αστειεύτηκαν, κοιτάχτηκαν. Αλλιώς θα ήταν απλώς μια ωραία εικόνα. «Να είσαι άνθρωπος σημαίνει να είσαι με ανθρώπους», που έλεγε κι ένας παππούς. Πολύ εύκολα απεκδυόμαστε τη δική μας μοναδική ικανότητα να δίνουμε ζωή στα πράγματα. Κι αν περάσαμε παρέες παρέες το καλοκαίρι αντλώντας ο ένας από τον άλλο συναισθήματα και ιδέες, η ευκαιρία να περάσουμε με τον ίδιο τρόπο έναν χειμώνα, που όλοι μάς απειλούν ότι θα είναι δύσκολος, απλώνεται τώρα μπροστά μας όχι απλώς σαν ευκαιρία αλλά σχεδόν σαν υποχρέωση απέναντι σε ένα ευ ζην ξεχασμένο από καιρό. Πώς αλλιώς θα τα βγάλουμε πέρα σε μια πραγματικότητα που περιγράφουν άλλοι αντί για εμάς, που αλλάζει αμέσως μόλις με κόπο αποφασίσουμε ότι την αποδεχτήκαμε, που διαμορφώνει πόλεις ως μεγάλες κοινότητες όπου οι άνθρωποι νιώθουν μόνοι μαζί;
Αντί να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας σε αυτά που κατέχουμε ή χάνουμε, στα αντικείμενα που βρίσκονται στη διάθεσή μας ή σε εκείνα που ελπίζουμε να αποκτήσουμε, ας αναγνωριστούμε στα μάτια των άλλων. Ας κατέβουμε στους δρόμους, ας φωνάξουμε, ας ανταλλάξουμε συναισθήματα και ιδέες, ας κινηθούμε εκτός και εντός, ας δοκιμάσουμε να αλλάξουμε ό,τι μπορούμε, ας τεστάρουμε καινούργια πράγματα, ας αλλάξουμε βλέμμα - μόνο φοβισμένοι, απομονωμένοι και άλαλοι ας μην κάτσουμε σε κάποια γωνιά παρακολουθώντας σαν ξένοι τη ζωή μας. Να είσαι άνθρωπος σημαίνει να είσαι με ανθρώπους - και στα γέλια και στα ζόρια...

[Για τα "Εκατό Χρόνια Μοναξιά" του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές] της Κικής Τριανταφύλλη ("ΤΑ ΝΕΑ"/"Βιβλιοδρόμιο", 20-21/8/2011)


...................................................................................

Ένα καλοκαιρι, ενα best seller

«Εκατό χρόνια μοναξιά»

Γράφει η Κική Τριανταφύλλη

 

Με γραφή μοναδική, φαντασμαγορική, ρεαλιστική και συνάμα ιλαροτραγική, επηρεασμένη από τις διηγήσεις της γιαγιάς του, ο Μάρκες ξετυλίγει το έπος των Μπουενδία που ζουν στην πόλη - ουτοπία του Μακόντο. Παράλληλα αφηγείται τη συχνά βίαιη ιστορία της πατρίδας του της Κολομβίας, αλλά και της Λατινικής Αμερικής και τελικά της ανθρωπότητας ολόκληρης.

Ηταν συνταρακτική χρονιά το 1967. Στην Ελλάδα με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου οι συνταγματάρχες θα επέβαλλαν την επτάχρονη δικτατορία την ίδια περίοδο που στην Αγγλία η σχεδιάστρια της ποπ Μέρι Κουάντ θα προκαλούσε υστερία με τα μίνι φορεματάκια της, οι Μπιτλς θα τραγουδούσαν απευθείας σε πρώτη δορυφορική τηλεοπτική μετάδοση το «All you need is love», ενώ στην άλλη όχθη του Ατλαντικού η Αρίθα Φράνκλιν θα ηχογραφούσε το θρυλικό «Respect». Στο Βιετνάμ ο πόλεμος συνεχιζόταν και η Αμερική έπαιρνε φωτιά από τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις. Είναι η χρονιά κατά την οποία στη Νικαράγουα ο Αναστάζιο Σομόζα θα επιβάλει δικτατορικό καθεστώς - και θα ανατραπεί το 1979 από τους Σαντινίστας -, ενώ στη Βολιβία ο Ρεζί Ντεμπρέ, εμβληματική μορφή της γαλλικής Αριστεράς, θα καταδικαστεί σε τριάντα χρόνια κάθειρξη λόγω της ένοπλης εμπλοκής του στο αντάρτικο. Λίγες ημέρες αργότερα ο Τσε Γκεβάρα θα συλληφθεί - μάλιστα, δύο δεκαετίες αργότερα ο Ντεμπρέ θα κατηγορηθεί ότι τον πρόδωσε - και θα εκτελεστεί από τον υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού Μάριο Τεράν.
Την ίδια χρονιά στο Μπουένος Αϊρες κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ισπανικά από τις Εκδόσεις Sudamericana το έπος του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες «Εκατό χρόνια μοναξιά», ένα υπόδειγμα της λογοτεχνίας του μαγικού ρεαλισμού που είχε εισαγάγει ο κουβανός Αλέχο Καρπεντιέρ. Εκείνη την περίοδο ο κολομβιανός δημοσιογράφος, συγγραφέας και ακτιβιστής ζούσε αυτοεξόριστος στο Μεξικό. Στα ελληνικά, το βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1979 από τις Εκδόσεις Λιβάνη σε μετάφραση της Αγγέλας Βερυκοκάκη - Αρτέμη, ενώ τρία χρόνια αργότερα εκδόθηκε και πάλι από τον ίδιο οίκο σε μετάφραση της Κλαίτης Σωτηριάδου - Μπαράχας.
Η ανάγνωση των τριών πρώτων κεφαλαίων του ήταν αρκετή για να γράψει ο Κάρλος Φουέντες έναν ύμνο για το μυθιστόρημα, το οποίο σύντομα έμελλε να κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο και να καταγραφεί ως το σημαντικότερο ανάγνωσμα μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Πάμπλο Νερούντα το χαρακτήρισε τη «μεγαλύτερη αποκάλυψη στην ισπανική γλώσσα μετά τον "Δον Κιχώτη" του Θερβάντες» και ο Ουίλιαμ Κένεντι έγραψε στο «New York Review of books» ότι «είναι το πρώτο λογοτεχνικό έργο μετά τη "Γένεση" που θα έπρεπε να διαβάζεται υποχρεωτικά από το σύνολο των ανθρώπων».
Πριν από αυτό ο αγαπημένος «Γκάμπο» των ισπανόφωνων αναγνωστών είχε ήδη γράψει δύο μυθιστορήματα - τα «Ανεμοσκορπίσματα» (1955) όπου και συλλαμβάνει την ιδεατή πόλη Μακόντο και «Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει» (1961) - καθώς και αρκετά διηγήματα, που όμως τότε ακόμη περνούσαν απαρατήρητα. Το «Εκατό χρόνια μοναξιά» όμως κυκλοφόρησε σε εκατομμύρια αντίτυπα, σε εκατοντάδες - νόμιμες και πειρατικές - εκδόσεις, σε δεκάδες γλώσσες. Ο λογαριασμός έχει χαθεί πια. Φέτος μάλιστα θα κυκλοφορήσει η πρώτη νόμιμη έκδοση του βιβλίου στην Κίνα, όπου ήδη κυκλοφορούν πολλές παράνομες εκδόσεις, από τον κινεζικό οίκο Thinkingdom House που αγόρασε σε δημοπρασία τα πνευματικά δικαιώματα του μυθιστορήματος αντί ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Σύμφωνα με την κινεζική εφημερίδα «Global Times», ο βολιβιανός συγγραφέας είχε εξοργιστεί τόσο πολύ ώστε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Κίνα το 1990 ορκίστηκε ότι ακόμη και μετά τον θάνατό του δεν θα επιτρέψει να κυκλοφορούν τα βιβλία του στη χώρα. Μια επιστολή του κινέζου εκδότη που του έγραφε: «Σας υποβάλλουμε τα σέβη μας πέρα από τον Ειρηνικό Ωκεανό, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια, φωνάζοντας "μεγάλε δάσκαλε!", όπως ακριβώς κάνατε με το είδωλό σας Ερνεστ Χέμινγουεϊ, στους δρόμους του Παρισιού... Πιστεύουμε ότι θα μας χαιρετήσετε κι εσείς λέγοντας "γεια σου φίλε", ακριβώς όπως έκανε και ο Χέμινγουεϊ», τον έπεισε τελικά να δώσει τη συγκατάθεσή του.
Ο Μάρκες έγραφε βιβλία για τους φίλους του - ο Φιντέλ Κάστρο είναι ένας από τους πιο στενούς φίλους του και έχουν μοιραστεί πάρα πολλά χρόνια φλογερής φιλίας και επαναστατικού πάθους - όπως έχει πει σε μια από τις πολυάριθμες συνεντεύξεις του. Σχεδόν όλα έχουν προκαλέσει έντονες συζητήσεις. Ειδικά για το «Εκατό χρόνια μοναξιά» έχουν χυθεί τόνοι μελάνι. Μάλιστα, η περίφημη εναρκτήρια φράση του: «Πολλά χρόνια αργότερα, καθώς αντιμετώπιζε το εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θυμήθηκε εκείνο το μακρινό απόγευμα όταν ο πατέρας του τον πήρε μαζί του για να ανακαλύψει τον πάγο» που συνδέει το παρελθόν με το μέλλον, διδάσκεται στα πανεπιστημιακά εργαστήρια δημιουργικής γραφής, ως υποδειγματική αρχή μυθιστορήματος.


"Αποδημίες του Αυγούστου: Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Σωτηρία Μπέλλου

...................................................................................

Αποδημίες του Αυγούστου

18/8/1850: Ονορέ ντε Μπαλζάκ, φιλολογικό ψευδώνυμο του Ονορέ Μπαλσά, γάλλος μυθιστοριογράφος.
  
BALZAC DE HONORE/ΜΠΑΛΖΑΚ ΝΤΕ ΟΝΟΡΕ

BALZAC DE  HONORE/ΜΠΑΛΖΑΚ ΝΤΕ ΟΝΟΡΕ









ΜΠΑΛΖΑΚ ΝΤΕ ΟΝΟΡΕ Γάλλος συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1799 στην πόλη Τουρ της Γαλλίας. Σπούδασε νομικά ύστερα από παρότρυνση της οικογένειας του και φιλοσοφία, σπουδές που γρήγορα εγκατέλειψε γιά να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Υπήρξε ο δημιουργός ενός κορυφαίου έργου της Ανθρώπινης κωμωδίας, ένα γιγάντιο έργο που αποτελείται από 100 και πλέον ιστορίες. Ένα έργο ζωής, μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκε σε 24 τόμους και μέσα σ’ αυτό είχε φτιάξει πάνω από 2000 χαρακτήρες. Μερικές σημαντικές δουλειές του Μπαλζάκ είναι η Ευγενία Γκράντε, Ο Μπαρμπα- Γκοριό, Χαμένα όνειρα κ.α. Πέθανε το 1850 σε ηλικία 51 ετών στο Παρίσι.

Ο Μπαλζάκ για τον έρωτα και το γάμο:

    Από το "ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΓΑΤΑΣ":
   Η Αυγουστίνα ερωτεύθηκε ξαφνικά [...]. Γι' αυτήν το παρόν ήταν όλο το μέλλον. 
   Σε αυτές τις μεγάλες κρίσεις, η καρδιά είτε γίνεται κομμάτια είτε γίνεται σίδερο.  

   Από τον "ΧΟΡΟ ΤΩΝ ΣΩ":
   
   Όπως τα περισσότερα χαϊδεμένα παιδιά, τυράννησε εκείνους που την αγαπούσαν και χάρισε τις ερωτοτροπίες της στους αδιάφορους. 

   Από τις "ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΔΥΟ ΝΙΟΠΑΝΤΡΩΝ  ΓΥΝΑΙΚΩΝ"

   ...Η ομορφιά της με νίκησε...
   Τι έγκλημα διέπραξα άραγε πριν γεννηθώ και δεν έχω εμπνεύσει έρωτα σε κανέναν;
   Ο άνδρας που μας μιλάει είναι ο εραστής, ο άνδρας που δεν μας μιλάει πια είναι ο σύζυγος...
   Υπάρχουν δύο έρωτες: εκείνος που διατάζει κι εκείνος που υπακούει.
   Τα μάτια μας είναι πιο φλύαρα από τη γλώσσα μας.
   Θέλετε να  σας αγαπήσουν; Μην αγαπάτε.
   
   Από το "ΒΑΛΑΝΤΙΟ":

   Η καρδιά έχει την ιδιότυπη ικανότητα να δίνει εξαιρετική  αξία σε μηδαμινά πράγματα.
   Από τη "ΜΟΝΤΕΣΤ ΜΙΝΙΟΝ":

   Μία από τις κύριες μέριμνες της σημερινής φυσιολογίας είναι να βρει τους τρόπους με τους οποίους μια σκέψη φέρνει την ίδια κατάρρευση που προκαλεί ένα δηλητήριο.
   Μπορούμε να εκφράζουμε ωραία συναισθήματα χωρίς να τα νιώθουμε και να τα νιώθουμε χωρίς να τα εκφράσουμε.

   Από τον "ΑΛΜΠΕΡ ΣΑΒΑΡΥΣ":

   Ο έρωτας είναι ένας θησαυρός από αναμνήσεις...
   Για μένα η μοναξιά είναι σαν το κεχριμπάρι μέσα στο οποίο ένα έντομο διατηρεί την αιώνια ομορφιά του.

   Από τη "ΜΙΑ ΔΙΠΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ":

   Κύριε, είπε η Καρολίνα διακόπτοντάς τον, προσέξτε τα λόγια σας! Η μητέρα μου μού είπε πως, όταν οι άντρες αρχίζουν να μας μιλούν για τις δουλειές τους δεν μας αγαπούν πια.
   Άραγε οι νέοι δεν είναι πάντα έτοιμοι να εμπιστευθούν τις υποσχέσεις ενός όμορφου προσώπου, να συμπεράνουν την ομορφιά της ψυχής από κείνη των χαρακτηριστικών; Ένα απροσδιόριστο συναίσθημα τους κάνει να πιστεύουν ότι η ηθική τελειότητα συμφωνεί πάντα με τη φυσική τελειότητα.
   Η ομορφιά χωρίς έκφραση είναι απάτη.

   Από την "ΨΕΥΔΟΕΡΩΜΕΝΗ":

   Η φιλία, άγγελέ μου, αγνοεί τη χρεοκοπία του συναισθήματος και τις πτωχεύσεις της απόλαυσης. Ενώ ο έρωτας, αφού πρώτα προσφέρει περισσότερα απ' όσα έχει, καταλήγει να προσφέρει λιγότερα απ' όσα παίρνει.
   Είσαι κρυψίνους, έχεις στην καρδιά σου  τεράστιους χώρους όπου αποτραβιέσαι.
   Ακόμα και η πιο απλή γυναίκα του κόσμου απαιτεί από τον πιο σπουδαίο άνδρα μια δόση τσαρλατανισμού.

   Από τη "ΒΕΑΤΡΙΚΗ":

   Δεν ξέρω αν είναι μέρα, αμφιβάλλω για τον ήλιο...
   Ένας μεγάλος έρωτας είναι μια πίστωση ανοιχτή σε μια τόσο αδηφάγα διάθεση, ώστε η στιγμή της χρεοκοπίας είναι βέβαιη.
   Δεν ξέρω καμιά πρώτη αγάπη που να μην τέλειωσε χαζά.

   Από την "ΤΡΙΑΝΤΑΡΑ":

   Υπάρχουν σκέψεις στις οποίες υπακούμε χωρίς να τις γνωρίζουμε: βρίσκονται μέσα μας εν αγνοία μας.
   Ο έρωτας έχει το ένστικτό του, ξέρει να βρει το δρόμο της καρδιάς, όπως το πιο αδύναμο έντομο βαδίζει προς το άνθος του με μια ακάθεκτη βούληση η οποία δεν ορρωδεί προ ουδενός. Έτσι, όταν ένα συναίσθημα είναι αληθινό, η μοίρα του δεν είναι αμφίβολη. για μένα δεν υπάρχει τώρα τίποτα πιο φριχτό από μια γεροντική σκέψη σε ένα παιδικό μέτωπο.

   Από τον "ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΚΟΡΙΟ":

   Ρωτήστε τις γυναίκες ποιους άνδρες κυνηγάνε, τους φιλόδοξους. Οι φιλόδοξοι έχουν πιο γερά νεφρά, το αίμα τους είναι πιο πλούσιο σε σίδηρο και η καρδιά τους είναι πιο ζεστή από των άλλων. Όσο για τη γυναίκα, νιώθει τόσο ευτυχισμένη και όμορφη όταν είναι δυνατή, ώστε προτιμάει μεταξύ των ανδρών τον πανίσχυρο, έστω κι αν κινδυνεύει να συντριβεί.

   Από το "ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΓΑΜΟΥ":

   Πολλοί άνδρες χρησιμεύουν σαν ακούσια παραβάν των γυναικείων φιλοδοξιών και δεν το υποπτεύονται καν.
   Το μίσος και η αγάπη τρέφονται με πολύ μικρά πράγματα.
   Ο έρωτας αυξάνει με τα πολλά αλλά και με τα λίγα λόγια.

   Από τον "ΕΦΗΜΕΡΙΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡ":

   Ανάμεσα  σε ανθρώπους που είναι συνέχεια μαζί, η αγάπη και το μίσος πληθαίνουν μέρα με τη μέρα: ανά πάσα στιγμή βρίσκονται αιτίες για να αγαπηθούν και να μισηθούν περισσότερο.  

   Από τις "ΧΑΜΕΝΕΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ"

   Ο έρωτας είναι μια μεγάλη ματαιοδοξία που οφείλει να εναρμονιστεί, στο γάμο κυρίως, με τις άλλες  ματαιοδοξίες.

   Από το "ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΑΤΙΑ"

   Ο αληθινός έρωτας βασιλεύει κυρίως με τη μνήμη.
   Η Πακίτα έδειχνε να έχει πλαστεί για τον έρωτα, με μια ειδική φροντίδα της φύσης. Από τη μια νύχτα στην άλλη ο θηλυκός της δαίμονας είχε κάνει τεράστια πρόοδο.

   Από την "ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΙΣΑΡΑ ΜΠΙΡΟΤΩ":

   Όταν τα πάθη δεν έχουν τροφή, μετατρέπονται σε ανάγκη / τότε για τους ανθρώπους της μεσαίας τάξεως, ο γάμος γίνεται έμμονη ιδέα, γιατί δεν έχουν άλλο τρόπο να καταχτήσουν και να οικειοποιηθούν μια γυναίκα.
   ...όλες οι γυναίκες, ακόμα και οι θρησκόληπτες και οι ανόητες, συνεννοούνται στα ερωτικά.


(Από το "Ο Κωστής Παπαγιώργης ανθολογεί Ονορέ  Ντε Μπαλζάκ"- εκδόσεις Μπάστας-Πλέσσας, 1995)

...................................................................................


19/8/1936: Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ισπανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Δολοφονήθηκε από τις δυνάμεις του Φράνκο.



Βιογραφικό

     Γεννήθηκε στο Φουέντε Βακέρος, το 1898. Ο πατέρας του ήταν αγρότης κι η μητέρα του δασκάλα και πρώτη του δασκάλα στο πιάνο. Φοίτησε σε σχολείο Ιησουϊτών στη Γρανάδα και μετά από πιέσεις του πατέρα του, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γρανάδα, την οποίαν όμως εγκατέλειψε σύντομα, για ν' ασχοληθεί με λογοτεχνία, μουσική και ζωγραφική.
     Το 1919, εγκαθίσταται στη Φοιτητική Κατοικία Πανεπιστημίου Μαδρίτης, που τότε ήτανε σαν ανοιχτό πανεπιστήμιο, πολιτιστικό κέντρο, της ισπανικής πρωτεύουσας. Εκεί θα συναντήσει τον Σ. Νταλί, τον Λ. Μπουνιουέλ, τον ποιητή Αλμπέρτι και τον Χιμένεθ. Την ίδια περίοδο συνθέτει τα πρώτα του ποιήματα που κυκλοφορούνε το 1921, με τίτλο:"Βιβλίο Ποιημάτων". Λίγο νωρίτερα, το 1918, είχε δημοσιεύσει το έργο: "Εντυπώσεις & Τοπία" περιδιαβαίνοντας τη Καστίλη.
     Το 1922, συνεργάζεται με τον συνθέτη Μ. ντε Φάγια στο Φεστιβάλ Λαϊκης Μουσικής, στη Γρανάδα. Στις παραδόσεις της λαϊκής και τσιγγάνικης μουσικής, πίστευει πως βρίσκει τη βάση των ποιητικών και πνευματικών του ενορμήσεων. Δημιούργημα του τότε είναι το "Ποίημα Του Κάντε Χόντο" λαϊκό τραγούδι της Ανδαλουσίας*, που τραγουδιέται απο τσιγγάνους με συνoδεία κιθάρας και λίγο αργότερα, το 1924, ξεκινά να γράφει το "Ρομανθέρο Χιτάνο"** που το τελειώνει το 1927. Μια σύνθεση 18 ποιημάτων με σταθερή στιχουργική μορφή, έκφραση μιας απο τις αρχαϊκότερες μορφές ισπανικής ποίησης. Την ίδια περίοδο συνθέτει και την "Ωδή Στον Σαλβαντόρ Νταλί" ενώ παράλληλα γράφει το θεατρικό έργο: "Μαριάνα Πινέδα", που πρωτοπαίζεται στη Βαρκελώνη, την ίδια χρονιά, σε σκηνογραφία Νταλί και σημειώνει επιτυχία.
     Τα έτη 1929-30, ανήσυχος ων, αναζητεί νέες πηγές έμπνευσης και ταξιδεύει στις ΗΠΑ και στη Κούβα. Αποτέλεσμα το, "Ένας Ποιητής Στη Νέα Υόρκη". Επιστρέφει στην Ισπανία το 1931 και συνθέτει το "Ντιβάνι Της Ταμαρίτ", ενώ παράλληλα δουλεύει κι έργα για το Κουκλοθέατρο. Εκεί δείχνει ξεκάθαρα πως επιλέγει ως κύρια ενασχόλησή του, τη συγγραφή θεατρικών και τα 3 τελευταία χρόνια της ζωής του συνθέτει τις κορυφαίες του δημιουργίες: "Το Σπίτι Της Μπερνάρντα 'Αλμπα", "Ματωμένος Γάμος", "Γέρμα", τραγωδίες με θέμα τη κοινωνική καταπίεση κι έκδηλο τ' ανθρώπινο στοιχείο και το ποίημα, "Θρήνος Για Τον Ιγκνάθιο Σάντσεθ Μεχίας".
     Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, συστήνει θεατρική ομάδα, τη "La Barroca" που με τη βοήθεια του Υπουργείου Παιδείας δίνει παραστάσεις κλασσικών έργων σε χώρους εργατών κι αγροτικές περιοχές. Το 1936 υποδέχεται τον Αλμπέρτι, καθώς επέστρεψε από τη Μόσχα. Συντάσσει μια διακήρυξη συγγραφέων κατά του φασισμού κι ετοιμάζεται να γράψει μια σειρά σκηνών με μορφή επιθεώρησης μα τον Ιούλιο, ξεσπά ο Εμφύλιος κι απλώνεται γοργά. Στις 19 Αυγούστου οι φασίστες Φρανκιστές, τον εκτελούνε κάπου στη Γρανάδα. Ο Τάφος του δε βρέθηκε ποτέ.
     Ήτανε μόλις 38 ετών.
     'Αλλα έργα του επίσης ήτανε: "Τα Μάγια Της Πεταλούδας" 1925, "Τα Πρώτα Τραγούδια" 1926, "Τραγούδια" 1927, "Δόκτωρ Περλιμπλίν & Μπελίσα" (Οι Φασουλήδες Του Κατσιπόρρα) 1928.

*   cante jondo: βαθύ, μύχιο τραγούδι, το αρχαιότερο λαϊκό, ανδαλουσιανό τραγούδι, το βασικό δηλαδή. 'Αλλα μετεπτυγμένα είδη είναι η siguiriya (σιγκιρίγια), η jeliana (χελιάνα), η copla (κόπλα) κι η martinete (μαρτινέτα), που τραγουδιούνται χωρίς συνοδεία κιθάρας, και: solea (σολεά), η polo (πόλο), η saeta (σαέτα, σαΐτα) κλπ είναι επίσης διάφορες μορφές του που τραγουδιούνται με κιθάρα. Επίσης ταυτόσημο (και κατά τον Λόρκα, εκχυδαϊσμένη μορφή του) είναι: το cante flamenco (κάντε φλαμένκο) με μορφές όπως: οι granadinas (γραναδίνες), τα fantango (φαντάνγκο), οι malaguenas (μαλαγκένιες), οι sevillanas (σεβιλιάνες), οι rondenas (ροντένες) κλπ. Ο Λόρκα μελέτησε πάρα πολύ όλα τούτα τα είδη κι έδωσε πολλές διαλέξεις.

** romancero gitano: ρομανθέρο, λέξη μεσαιωνική που σημαίνει τη συστηματική συλλογή μπαλαντών, ορίζεται δε η romanza (ρομάντσα) σαν επικολυρικό ποίημα τραγουδούμενο με συνοδεία κάποιου μουσικού οργάνου. χιτάνο δε, είναι ο τσιγγάνος, το τσιγγάνικο και ribirena (ριμπιρένια) είναι το παρόχθιο τραγούδι.

   (Σημ: Μια διάλεξή του για το duende μπορείτε να βρείτε εδώ !)







...................................................................................


27/8/1997: Σωτηρία Μπέλλου, ρεμπέτισσα.
Σωτηρία Μπέλλου
1921 – 1997








Η κορυφαία τραγουδίστρια του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού, Σωτηρία Μπέλλου, γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1921 στο χωριό Χάλια της Χαλκίδας. Ήταν μέλος εύπορης οικογένειας και η μεγαλύτερη από τα τέσσερα αδέλφια της. Είχε το όνομα του αγαπημένου της παππού, Σωτήρη Παπασωτηρίου, που ήταν παπάς στο Σχηματάρι. Στο πλευρό του, «ζυμώθηκε» από μικρή με τους εκκλησιαστικούς ήχους και τη βυζαντινή μουσική.
Τραγουδίστρια αποφάσισε να γίνει όταν είδε στον κινηματογράφο την ταινία «Η Προσφυγοπούλα» με τη Σοφία Βέμπο. Οι γονείς της, όμως, είχαν αντιρρήσεις κι έτσι σε ηλικία 17 ετών αποφάσισε να κατεβεί μόνη στην Αθήνα. Εκεί παντρεύτηκε τον Βαγγέλη Τριμούρα, ελεγκτή στα λεωφορεία, με τον οποίο είχε γνωριστεί όσο ήταν ακόμη στη Χαλκίδα. Ο γάμος τους κράτησε μόνο έξι μήνες και η Σωτηρία βρέθηκε στις φυλακές «Αβέρωφ», όταν στον τελευταίο τους καβγά του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο. Στο Εφετείο η ποινή της μειώθηκε από 3,5 χρόνια σε 6 μήνες και αφέθηκε ελεύθερη.
Το μαρτύριό της συνεχίστηκε όταν επέστρεψε στο πατρικό της στη Χαλκίδα, καθώς οι δικοί της θεωρούσαν ότι τους ντρόπιαζε. Μην αντέχοντας το καθημερινό ξύλο, αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει την τύχη της στην πρωτεύουσα. Καθώς η μέρα αυτού του ταξιδιού της συνέπεσε με την 28η Οκτωβρίου 1940, πέρασε όλη την περίοδο του πολέμου και τα χρόνια της Κατοχής κάτω από δύσκολες συνθήκες και κάνοντας διάφορες δουλειές. Ανάμεσα στα άλλα τραγουδούσε για ένα χαρτζιλίκι σε διάφορα ταβερνάκια, με μια κιθάρα που είχε αγοράσει στο μεταξύ.


Μετά την απελευθέρωση και αφού γνώρισε από κοντά την αγριότητα και τις διώξεις του Εμφυλίου, όντας ενεργό μέλος του αντάρτικου, την ανακάλυψε σε μια ταβέρνα των Εξαρχείων ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης και τη σύστησε στο φίλο του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο βάρδος του ρεμπέτικου ενθουσιάστηκε από τη φωνή της και της πρότεινε να μπουν μαζί στο στούντιο.
Η επιτυχία των πρώτων της ηχογραφήσεων με τον αξέχαστο Τσιτσάνη («Συννεφιασμένη Κυριακή», «Τα Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή») την καθιέρωσε ως λαϊκή τραγουδίστρια, ενώ τα χρόνια 1948 - 1955 ήταν περιζήτητη ανάμεσα στους κορυφαίους συνθέτες. Μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε με τους Γιάννη Παπαϊωάννου («Γύρνα στη ζωή την πρώτη», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου», «Άνοιξε, άνοιξε»), Γιώργο Μητσάκη («Ο ναύτης», «Το σβηστό φανάρι»), Απόστολο Καλδάρα («Είπα να σβήσω τα παλιά»), Απόστολο Χατζηχρήστο, Μανώλη Χιώτη κ.ά.
Η καριέρα της γνώρισε μία κάμψη στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας '60. Από το 1966, όμως, κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους, προχωρώντας σε πρωτοποριακές συνεργασίας με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες: Μούτσης («Το φράγμα»), Σαββόπουλος («Το βαρύ ζεϊμπέκικο»), Ανδριόπουλος («Λαϊκά προάστια»), Κουνάδης («Δεν περισσεύει υπομονή»), Λάγιος («Λαός»), Ανδριόπουλος κ.ά. Παράλληλα, ξανατραγούδησε παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, από τα οποία την αγάπησε η νέα γενιά και τη στήριξε στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα λαϊκά κέντρα, στις μπουάτ της Πλάκας, καθώς και σε μεγάλες συναυλιακές και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Το Μάρτιο του 1993 ήρθε αντιμέτωπη με τα πρώτα σοβαρά προβλήματα υγείας, όταν εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια και πνευμονικό εμφύσημα. Λίγο αργότερα, διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα. Έχασε τη φωνή της και δύο ημέρες πριν τα 76 γενέθλιά της, στις 27 Αυγούστου 1997, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά.