Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Δημήτρης Μαρωνίτης: «φταίει η σχολική εκπαίδευση που ο μέσος Έλληνας γνωρίζει ελάχιστα την Ιλιάδα» (ΧΡΟΝΟΣ 03 (07.2013)

..............................................................



 

 

 

 

 

 Δημήτρης Μαρωνίτης:

«φταίει η σχολική εκπαίδευση που ο μέσος Έλληνας γνωρίζει ελάχιστα την Ιλιάδα»

 


Η πεντάωρη παράσταση της Ιλιάδας στο Φεστιβάλ Αθηνών,
αφορμή για μια συζήτηση περί μετάφρασης, θεατρικής διασκευής
και επιρροής των ομηρικών επών στη σύγχρονη λογοτεχνία 

Δημήτρης Μαρωνίτης
Συνέντευξη στη Νατάσσα Κανελλοπούλου-Μπελογιάννη

Τρεις χιλιάδες θεατές παρακολούθησαν τις πέντε παραστάσεις της πεντάωρης Ιλιάδας που ανέβασε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών 2013 (4-8.6.2013) ο Στάθης Λιβαθινός, πατώντας σε ένα ολοζώντανο κείμενο που έφερε τη μεταφραστική σφραγίδα του Δημήτρη Μαρωνίτη. Ο εκλεκτός φιλόλογος, ομότιμος σήμερα καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, είχε τιμηθεί το 2011 για τη μετάφραση του έπους (που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα) με το Βραβείο Απόδοσης Έργου της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας στα Νέα Ελληνικά, και συνεργάστηκε στενά σε αυτό το εγχείρημα με τον ταλαντούχο σκηνοθέτη και πρώην υπεύθυνο από το 2001 έως το 2007 της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου. Αυτή ήταν και η αφετηρία της συνέντευξης που παραχώρησε στον ΧΡΟΝΟ, όπου και αναδεικνύει τα κλειδιά για την απήχηση των ομηρικών επών όχι μονάχα στη θεατρική πράξη αλλά και στη νεότερη ελληνική ποίηση.
Το στοίχημα του Λιβαθινού ήταν διπλό επειδή η βάση του έργου ήταν ένας λόγος ποιητικός και όχι θεατρικός, αλλά και επειδή η διάρκεια της παράστασης που αναπτύχθηκε σε τέσσερα μέρη χωρισμένα από τρία διαλείμματα ήταν διπλάσια από τη συνήθη. 
Δεν ήταν παρ’ όλα αυτά η πρώτη φορά που δοκιμαζόταν η αντοχή και η δεκτικότητα του ελληνικού κοινού σε τέτοια ανεβάσματα. Τα τελευταία χρόνια έχουμε δει στην Αθήνα πολύωρες παραστάσεις από τη Γαλλίδα Αριάν Μνουσκίν με τα έργα Το τελευταίο Καραβάν Σεράι (2006) που διαρκούσε πάνω από πέντε ώρες, Οι εφήμεροι (2007) και Οι ναυαγοί της τρελής ελπίδας –Αυγές (2011, τέσσερις ώρες). Επίσης ο Γερμανός Πέτερ Στάιν, καλεσμένος το 1985 από τη Μελίνα Μερκούρη, είχε ανεβάσει την Ορέστεια του Αισχύλου σε παράσταση εννέα ωρών στο Θέατρο Πέτρας (ενώ το 2000 παρουσίασε στο Αμβούργο τον Φάουστ του Γκαίτε, σε μια παράσταση είκοσι μιας ωρών με πρωταγωνιστή τον Ελβετό ηθοποιό Μπρούνο Γκαντς). Το 2001 και ο Γιάννης Κόκκος ανέβασε στο Εθνικό Θέατρο την Ορέστεια του Αισχύλου (τρεισήμισι ώρες). Αλλά και ο ίδιος ο Στάθης Λιβαθινός το 2007 είχε ανεβάσει στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου ένα μυθιστόρημα, τον Ηλίθιο του Ντοστογέφσκι, σαν παράσταση εξάωρης διάρκειας με ένα διάλειμμα, η οποία μάλιστα ανέβηκε ξανά πέρσι στο θέατρο «Ακροπόλ». Στο φετινό Φεστιβάλ, τη σκυτάλη των πολύωρων παραστάσεων θα πάρει στις 29 Ιουνίου ο Γιάννης Κακλέας, που θα ανεβάσει το έργο Σάμουελ Μπέκετ, Μερσιέ και Καμιέ σε μια μαραθώνια παράσταση είκοσι τεσσάρων ωρών.
Η ομηρική Ιλιάδα σε μετάφραση Μαρωνίτη είχε ήδη κάνει ένα σκηνικό ντεμπούτο πριν από δύο χρόνια, όταν με πρωτοβουλία του τότε διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Γιάννη Χουβαρδά οι 24 ραψωδίες της είχαν αναγνωστεί επί σκηνής από 24 γυναίκες ηθοποιούς. Τότε ήταν η πρώτη φορά που ακούστηκε στη χώρα μας ολόκληρη η Ιλιάδα, χωρίς περικοπές, και το εγχείρημα είχε στεφθεί από επιτυχία. Σε εκείνες τις ακροάσεις, λέει ο Δ. Μαρωνίτης, «ένα ορισμένο κοινό για πρώτη φορά άκουγε αυτό το έπος το οποίο στον νεοελληνικό μας χώρο ελάχιστοι φαίνεται να το έχουν διαβάσει ολόκληρο ή έστω εν μέρει…».
Το φετινό καλοκαίρι η Ιλιάδα ανεβάστηκε από τον Λιβαθινό με έναν θίασο 15 ηθοποιών της νεότερης γενιάς σε ένα εμπνευσμένο μινιμαλιστικό ντεκόρ της Ελένης Μανωλοπούλου (έκανε και τα κοστούμια) από λάστιχα φορτηγών, με φόντο μια σειρά γάντζους με κρεμασμένες χλαίνες. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους: Αγαμέμνονας ο Δημήτρης Ήμελλος, Αχιλλέας ο Γιώργος Χριστοδούλου, Έκτορας ο Άρης Τρουπάκης, Αίας ο Γεράσιμος Μιχελής. Στον ρόλο της Θέτιδας, της Εκάβης, της αφηγήτριας και της Μοίρας η Μαρία Σαββίδου. Ως Ήρα και Ανδρομάχη η Αμαλία Τσεκούρα. Τη σκηνική διασκευή του έπους έκανε ο Στάθης Λιβαθινός με τη δραματολόγο Έλσα Ανδριανού και τη συμβολή των ηθοποιών. Σύμβουλος για τη δραματολογία ο (και) ποιητής Στρατής Πασχάλης, και επιστημονικός σύμβουλος ο Μενέλαος Χριστόπουλος. Σε τούτη την εποχή που η παγκόσμια κρίση έχει προκαλέσει κοινωνική και πολιτική πόλωση, το έργο αυτό μίλησε για τον εμφύλιο σπαραγμό και έστειλε ένα μήνυμα αντιπολεμικό, ένα μήνυμα συμφιλίωσης.

Κύριε Μαρωνίτη, σχολιάσατε πως η Ιλιάδα είναι ένα έργο-ορόσημο, παρ’ όλα αυτά ο μέσος Έλληνας το γνωρίζει ελάχιστα. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Είναι από τα ενδεικτικά πράγματα της νεοελληνικής μας επιπολαιότητας και αυταρέσκειας και τεμπελιάς μαζί που εξηγεί και αυτού του είδους την αντίφαση, να μιλάει κανείς με πολύ καμάρι και τα λοιπά για κάτι, κι ωστόσο να το γνωρίζει ελάχιστα, ας το πω έτσι, εξ επαφής.
Η Ιλιάδα είναι ένα θεμελιακό έργο, πασίγνωστο υποτίθεται κατά φήμη, σε παγκόσμια πλέον κλίμακα, όχι μονάχα ευρωπαϊκή ή αμερικανική. Η κατάπληξή μου ήταν όταν είχανε την Ολυμπιάδα τους οι Κινέζοι και πήγαμε στο Πεκίνο και είδα ότι κυκλοφορούν τουλάχιστον τέσσερις μεταφράσεις της Ιλιάδας στα κινέζικα.
Στον τόπο μας, τη ζημιά την έχει κάνει σε μεγάλο βαθμό το σχολείο με τη διδασκαλία της Ιλιάδας, που αυτή τη στιγμή μάλιστα εντάσσεται στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα με την εντελώς ξεπερασμένη μετάφραση του Πολυλά. Επομένως και το σχολείο, το γυμνάσιο, κάνει ό,τι μπορεί για να απομακρύνει μάλλον τα νεαρά παιδιά από το έπος αυτό παρά για να τα προσελκύσει. 
Γι’ αυτό θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι οι απαγγελίες και οι αναγνώσεις που έγιναν στο Εθνικό, και πολύ περισσότερο τώρα η θεατρική παράσταση του Λιβαθινού, αποτελεί ένα γεγονός με γενικότερη σημασία, όχι μόνο πολιτισμική αλλά και εκπαιδευτική· θα έλεγα μάλιστα και πολιτική.

Η βάση του έργου όμως είναι ένα έπος προορισμένο να ακούγεται, όχι να παριστάνεται. Αυτό δεν δημιούργησε άραγε δυσκολίες στο θεατρικό ανέβασμα της Ιλιάδας;
Η απάντηση, αν θέλουμε λιγάκι να παίξουμε με τις λέξεις, είναι: «και ναι και όχι». Το θέμα είναι εάν και η πρόσληψη του έργου, η ακροαματική ή η αναγνωστική, πολύ περισσότερο η θεατρική, μας πείθει ότι το έπος αυτό στο εσωτερικό του διαθέτει ή δεν διαθέτει στοιχεία που θα έπρεπε με μια μεταγενέστερη ορολογία να τα ονομάζουμε θεατρικά. Ε λοιπόν, μπορώ να σας πω ότι διαθέτει πολλά τέτοια στοιχεία, και καίρια στοιχεία τέτοια, που καθιστούν την Ιλιάδα ουσιαστικά δραματικό έργο. Έχει σημασία η λέξη δράμα, η οποία μας πηγαίνει κατευθείαν στο θέατρο.
Τα στοιχεία αυτά αφορούν καταρχήν την πυκνότητα των διαλόγων. Πρόκειται για έντονους διαλόγους και με μεγάλη έκταση, που αναγνωρίστηκαν ύστερα σε αυτό το έπος ως στοιχείο, ας πούμε, de facto θεατρικό. Αφορούν επίσης και τη συμπύκνωση του χρόνου, ας το πούμε του μυθολογικού χρόνου, σε έναν εσωτερικό χρόνο του έπους, η οποία συμπύκνωση είναι πολύ μεγάλη. 
Για να καταλάβετε τι λέω: υποτίθεται ότι ο ποιητής της Ιλιάδας έχει πίσω του μια παράδοση προφορική μάλλον ολόκληρου του τρωικού μύθου που είχε διάρκεια δέκα χρόνων. Αυτός λοιπόν ο δεκάχρονος τρωικός πόλεμος μετακινείται σε αυτό το έπος και γίνεται ιλιαδικός πόλεμος, διαρκείας ούτε λίγο ούτε πολύ μόνον τεσσάρων μαχίμων ημερών. Αυτή η πύκνωση είναι επίσης ένα θεατρικό έργο.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση ωστόσο ο σκηνοθέτης προχώρησε σε μια επιπλέον πύκνωση. Δεν είναι κάπως παρακινδυνευμένο αυτό;
Το θέμα είναι ποιες επιλογές γίνονται και πώς γίνονται αυτές οι επιλογές, ώστε να βγαίνει περίπου το σύνολο της Ιλιάδας. Νομίζω ότι ο Λιβαθινός έκανε μια επιτυχημένη συντόμευση.
Άλλες εξάλλου προσπάθειες με μυθιστορήματα θεμελιακά που μεταφέρθηκαν στο θέατρο, όπως έκανε ο Πέτερ Στάιν με το έργο Έγκλημα και τιμωρία, είχαν μια αντίστοιχη διάρκεια.
Μην ξεχνάμε επίσης ότι πολλά από τα πολύ σημαντικά έργα του θεάτρου, εάν δεν «κουτσουρευτούν», έχουν διάρκεια περίπου αυτής της τάξεως. Ας πούμε, αν είναι να παίξει κανείς ολόκληρο τον Βασιλιά Ληρ ή ολόκληρο τον Άμλετ, η διάρκεια θα είναι σίγουρα πάνω από τρεισήμισι ώρες. Επομένως, δεν είναι τόσο παράξενο μια παράσταση σαν την Ιλιάδα να κρατά τέσσερις ή τεσσερισήμισι ώρες.
Ας θυμηθούμε εξάλλου ότι στο σύγχρονο θέατρο, στο νεότερο θέατρο, υπάρχουν μεγάλης έκτασης μονόλογοι, οι οποίοι θυμίζουν λιγάκι τους μονολόγους που εν αφθονία έχουμε στο ομηρικό έπος. Λόγου χάριν, οι μονόλογοι στα δράματα του Σαίξπηρ έχουν μια πυκνότητα και μια ένταση και μια έκταση απροσδόκητη. Αλλά και σε έργα πιο σύγχρονα, πιο μοντέρνα, στα έργα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς ή του Άλμπυ ή του Μπέκετ, έχουμε μονολογικό στοιχείο που μπορεί να καλύπτει το σύνολο ενός θεατρικού έργου.
Επομένως, δεν υπάρχει θέμα μονοτονίας, ας πούμε, αυτής της παράστασης της Ιλιάδας κόντρα στο σύγχρονο θέατρο. Θα έλεγα μάλιστα ότι αποτελεί και ένα είδος δικαίωσης αυτού του στοιχείου που έχει και το σημερινό θέατρο και που κάποιοι συγγραφείς, πολύ σπουδαίοι, επιμένω, όπως ο Μπέκετ λόγου χάρη, το στοιχείο αυτό κυρίως, όχι απλώς το σεβάστηκαν, αλλά το άσκησαν φτάνοντάς το σε οριακή σχεδόν τελειότητα.
Ο ιλιαδικός πόλεμος και το ιλιαδικό έπος συμπυκνώνουν τον χρόνο τους σε τέσσερις μάχιμες ημέρες και θέλοντας και μη, και από τη συζήτηση που κάναμε με τον Λιβαθινό, η παράσταση οργανώθηκε σε τέσσερα «κεφάλαια», τα οποία αντιστοιχούν περίπου σε τέσσερις μάχιμες ημέρες. Ο λόγος ακούγεται πεντακάθαρα, όπως θα ακουγόταν, θα έλεγα, στην εποχή του. Αυτή η ακεραιότητα του λόγου, η οποία βγήκε από τα δεκαπέντε αυτά παιδιά δίχως αυταρέσκεια υποκριτική, έχει μια καθαρότητα που είναι στο όριο της αθωότητας.

Συμβάλλει οπωσδήποτε και η μετάφραση που «κατεβάζει στη γη» το επικό ύφος του έργου...
Δεν θέλω να μιλήσω εκτενώς για τη μετάφρασή μου. Θα πω όμως ότι τη χαρακτηρίζει ένα είδος λόγου ακροαματικού-οπτικού που, κατά τη γνώμη μου, καλύπτει σχεδόν όλη την γκάμα και των πέντε αισθήσεών μας. Και τη γεύση και την όσφρηση. Είναι ένας λόγος, όπως είναι και στο πρωτότυπο, πολυαισθησιακός και όχι μονοαισθησιακός. Δεν είναι μόνο ακουστικός, δεν είναι μόνο οπτικός-παραστατικός· είναι συγχρόνως κι ένας λόγος που τον γεύεσαι, που τον πιάνεις και που σε πιάνει.
Και κάτι ακόμα: στη μετάφρασή μου δεν φοβήθηκα να χρησιμοποιήσω ακόμη και πρωτότυπες λέξεις του κειμένου, εκεί που πίστευα ότι είναι δραστικές οι λέξεις αυτές. Δεν αγνόησα δηλαδή στοιχεία γλωσσικά, κι ας έφταναν ώς την παλαιότερη δυτική λογοτεχνία. Επομένως, δεν είναι μια μετάφραση που θέλει να καταργήσει τη χρονική της προοπτική προς τα πίσω – κάθε άλλο. Το θέμα είναι τι μπορεί να γίνει σήμερα από ένα κείμενο συνθεμένο στον όγδοο προχριστιανικό αιώνα. Τι μπορεί να προκύψει δηλαδή από τη συνάντηση, ας το πούμε έτσι, δύο γλωσσών: της ομηρικής γλώσσας αφενός και της νεοελληνικής, όπως διαμορφώνεται εδώ και χρησιμοποιείται για τη μετάφραση της Ιλιάδας.
Ίσως να πρέπει να ακουστεί κι αυτό. Τόσο στη θεωρία όσο και στη μεταφραστική πράξη εγώ διαφωνώ με την άποψη που θέλει την αρχαία ελληνική γλώσσα σταθερή και τη νέα ελληνική, κινούμενη, να τραβάει ντουγρού προς τα πίσω. Γι’ αυτό και η δική μου μετάφραση διαφοροποιείται από άλλες που γίνονται σήμερα. Διότι έχει γίνει με την εξής προοπτική και με την εξής προϋπόθεση: ότι και οι δύο γλώσσες, και η αρχαία γλώσσα και η νεοελληνική γλώσσα –και η μεταφραζόμενη γλώσσα δηλαδή και η μεταφραστική–, σε όλη αυτή την προσπάθεια κινούνται και οι δύο. Συν-κινούνται για να συναντηθούν σε ένα σημείο τριβής, στη μέση, λίγο πριν από τη μέση, λίγο μετά από τη μέση. Και το αποτέλεσμα είναι ότι από την τριβή αυτή βγαίνει ένα δυναμικό που λανθάνει και στη μία και στην άλλη γλώσσα. Όταν λοιπόν μεταφράζω, αυτό το σημείο τριβής των δύο γλωσσών με ενδιαφέρει πολύ. Διότι αυτό είναι και το καινούριο στοιχείο. Αυτό είναι και η αξία της μετάφρασης αυτής, αν έχει κάποια αξία. Νομίζω πως μπορεί να ωφελήσει τη σύγχρονη λογοτεχνία ως ένα είδος λόγου και ποιητικού, αν θέλετε, και πεζού, και διαλογικού και αφηγηματικού.

Κύριε Μαρωνίτη, στο σχολείο μαθαίνουμε για την Οδύσσεια του Καζαντζάκη και γνωρίζω τους περίφημους στίχους του Σεφέρη για την Ελένη. Αλλά και ο Καβάφης έχει εμπνευστεί από τον Όμηρο. Τελικά, σε ποιο βαθμό έχουν διεισδύσει τα ομηρικά έπη στη νεότερη ποίησή μας;
Πρέπει να σας πω ότι η ομηρική Οδύσσεια έχει ερεθίσει περισσότερο τους ποιητές μας από την Ιλιάδα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το τεράστιο έργο των 33.333 στίχων της Οδύσσειας του Καζαντζάκη. Αλλά έχει ερεθίσει και μοντερνιστές ποιητές, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η Ιλιάδα: λ.χ. οι αναφορές στην ποίηση του Σεφέρη προς την Οδύσσεια είναι πολύ πυκνότερες μπροστά στις περίπου μηδενικές αναφορές στην Ιλιάδα. Από ό,τι ξέρω, έχουμε μια αναφορά του Πατρόκλου σε ένα ποίημα από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄. Και άλλους ποιητές όμως επηρέασε η Οδύσσεια, π.χ. με το θέμα της νέκυιας ή του Ελπήνορα.
Υπάρχει ωστόσο μια χαρακτηριστική εξαίρεση, κι αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Ο ποιητής που επέμεινε περισσότερο στην Ιλιάδα απ’ ό,τι στην Οδύσσεια κι έκανε ιλιαδικής προέλευσης ποιήματα είναι ο Καβάφης. Έχουμε τουλάχιστον τέσσερα ιλιαδικά ποιήματα του Καβάφη αφορμισμένα, και όχι μόνο αφορμισμένα αλλά χτισμένα έτσι με έναν δικό του τρόπο, πολύ τολμηρό ενίοτε ως προς τη χρήση του αλλά και πολύ σεβαστικό σε σχέση με το πρότυπο το ιλιαδικό, ενώ τα ποιήματά του που έχουν προέλευση την Οδύσσεια είναι δύο. Ας τα πούμε για να τα θυμηθούμε, έχουμε την «Πριάμου Νυκτοπορία», έχουμε «Τα άλογα του Αχιλλέως», έχουμε την «Κηδεία του Σαρπηδόνος» και έχουμε και τους «Τρώες». Τέσσερα καθαρώς ιλιαδικά ποιήματα. Το τελευταίο μάλιστα το έχει εντάξει ο Στάθης Λιβαθινός στην παράσταση, και είναι η σφραγίδα της.
Από την Οδύσσεια έχει επίσης δύο ποιήματα ο Καβάφης: είναι η «Δευτέρα Οδύσσεια» και η «Ιθάκη», η πασίγνωστη. Πάντως, είναι ο ποιητής που γενικότερα έχει γράψει πολύ σημαντικά ποιήματα με θέματα αρχαιοελληνικά από κείμενα σπουδαία. Έχουμε, λ.χ., σπουδαία ποιήματα του Καβάφη αφορμισμένα από τον Αισχύλο, από τους Πέρσες το ένα, από την Ορέστεια το άλλο. Έχουμε ποιήματά του αφορμισμένα και από τον Σοφοκλή. Είναι λοιπόν πολύ χαρακτηριστικό ότι αυτή τη στιγμή ο πιο προβεβλημένος ποιητής μας στο εξωτερικό, ίσως και στο εσωτερικό, έχει διασταυρωθεί επανειλημμένα με τα ομηρικά έπη και ειδικότερα με την Ιλιάδα, με τολμηρό μάλιστα τρόπο κυρίως σε ό,τι αφορά τη σημασιολόγησή τους.
Ο τρόπος που κάνει τη δουλειά του ο Καβάφης είναι πολύ ενδιαφέρων και πολύ τολμηρός. Τολμηρότερος λ.χ., θα έλεγα, απ’ ό,τι αυτός του Σεφέρη, ίσως λιγότερο τολμηρός απ’ ό,τι εκείνος του Ρίτσου. Διότι έχουμε και ποιήματα ομηρικά του Ρίτσου –εγώ τα λέω «Μικρά ομηρικά»–, και έχω γράψει ένα μελέτημα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και ως προς το στοιχείο το παραβατικό που έχουν. Δεν είναι τυχαία αυτή η συγγένεια Καβάφη και Ρίτσου σε ό,τι αφορά τις αφορμές των ομηρικών επών και όχι μονάχα των ομηρικών επών: γενικότερα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας.

Ποια θα ήταν η συμβουλή σας προς τους νέους ποιητές ή γενικότερα τους νέους λογοτέχνες;
Να διαβάσουν με προσοχή, να ακούσουν με προσοχή και να αφήσουν να ασκηθεί αυτό που περιμένουμε να ασκηθεί πάντα απ’ τα παλιά τα έργα, ως ζύμη. Για να ζυμωθεί και η νεοελληνική λογοτεχνία σε επίπεδα γλώσσας, ύφους, ήθους, μιας και αυτός είναι κι ο τελικός σκοπός. Δεν μαθαίνουμε τα παλιά κείμενα και τα παλιά έργα μονάχα για να πλουτίσουμε τις εγκυκλοπαιδικές μας γνώσεις!

 files/chronosmag/themes/theme_one/faviconXronos.png

 ΧΡΟΝΟΣ 03 (07.2013)

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Κ.Π. Καβάφης (1863 - 1933) Τέσσερα κρυμμένα ποιήματα

.............................................................
 

          Κ.Π. Καβάφης (1863 - 1933)

     Τέσσερα κρυμμένα ποιήματα 

 

























Η τράπεζα του μέλλοντος

Την δύσκολη ζωή μου ασφαλή να κάνω
εγώ στην Τράπεζα του Μέλλοντος επάνω
πολύ ολίγα συναλλάγματα θα βγάλω.

Κεφάλαια μεγάλ' αν έχει αμφιβάλλω.
Κι άρχισα να φοβούμαι μη στην πρώτη κρίση
εξαφνικά τας πληρωμάς της σταματήσει.
[1897]

 

Πρόσθεσις

Αν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω.
Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω--
που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ)
που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ' εγώ εκεί
απ' τες πολλές μονάδες μια. Μες στ' ολικό ποσό
δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ' αρκεί.
[1897]

 

Δυνάμωσις

Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει
να βγει απ' το σέβας και την υποταγή.
Από τούς νόμους μερικούς θα τους φυλάξει,
αλλά το περισσότερο θα παραβαίνει
και νόμους κ' έθιμα κι απ' την παραδεγμένη
και την ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγει.
Από τες ηδονές πολλά θα διδαχθεί.
Την καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι·
το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθεί.
Έτσι θ' αναπτυχθεί ενάρετα στη γνώσι.
[1903]

 

Κρυμμένα

Απ' όσα έκαμα κι απ' όσα είπα
να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν.
Εμπόδιο στέκονταν και μεταμόρφωνε
τες πράξεις και τον τρόπο της ζωής μου.
Εμπόδιο στέκονταν και σταματούσε με
πολλές φορές που πήγαινα να πω.
Οι πιο απαρατήρητές μου πράξεις
και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα--
από εκεί μονάχα θα με νιώσουν.
Αλλά ίσως δεν αξίζει να καταβληθεί
τόση φροντίς και τόσος κόπος να με μάθουν.
Κατόπι--στην τελειοτέρα κοινωνία--
κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα
βέβαια θα φανεί κ' ελεύθερα θα κάμει.
[1908]


Πηγή: Κ.Π. Καβάφης, Κρυμμένα Ποιήματα, 1877;-1923, φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος, 2000.
Εικόνα:http://www.tovima.gr/default.asp?pid=46&ct=47&artid=134303&dt=18/05/2003

"To κάστρο με τα πολλά ονόματα" της Άννας Δαμιανίδη ("Εφημερίδα των Συντακτών", 16/7/2013)


............................................................


της Άννας Δαμιανίδη 

Παρόλη τη ζέστη συνεχίσαμε τον πολιτιστικό τουρισμό στην Πελοπόννησο πηγαίνοντας ξανά στο κάστρο Χλεμούτσι. Είναι κοντά στην εξ αγχιστείας πατρίδα μου και το παρακολουθώ εδώ και είκοσι χρόνια. Στην αρχή έβλεπα ένα ερείπιο χωρίς όνομα, μου πήρε καιρό να ταυτίσω τον γκρίζο όγκο με κάστρο, να του δώσω το όνομά του, μάλλον τα πολλά του ονόματα, γιατί λέγεται επίσης Καστέλ Τορνέζε και Κλερμόν και επι το ελληνικότερον και νεώτερον Κάστρο Κυλλήνης. Το κάθε όνομα έχει τη σημασία του. Σιγά- σιγά έβλεπα ξεπατωμένα παράθυρα να γεμίζουν και να ξαναγίνονται παράθυρα, οροφές να αποκαθίστανται, σωρούς απο πέτρες να ταχτοποιούνται, χώρους να καθαρίζονται, και τέλος, πρόπερσι, δυο αίθουσες να ανοίγουν με ευρήματα της περιοχής στο πρώτο και μοναδικό μουσείο Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Τώρα πια ξεχωρίζει σαν αυτό που είναι, μεγάλο, πέτρινο κάστρο σε περίοπτη θέση, που αναδείχθηκε μετά απο εξαιρετική δουλειά χρόνων και χρόνων. Α ναι, κάπου πήρε το μάτι μου λίγο αργότερα και ειρωνικά σχόλια, άκου μουσείο Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα! Αυτό μας έλειπε! Ως γνωστόν οι Έλληνες μετά που έγιναν κάπως Ρωμαίοι, αναλήφθηκαν στους ουρανούς με κάποιο διαστημόπλοιο, μαζί με τα άγια τους χώματα, και έμειναν εκεί μέχρι να αποφασίσουν να επανεμφανιστούν φορώντας φουστανέλα και ανεμίζοντας λάβαρα. 
Ωστόσο το κάστρο αυτό δεν το επισκέπτομαι μόνο εγώ που έτυχε να διαβάσω μικρή την πριγκιπέσα Ιζαμπώ του Τερζάκη και αναζητώ απεγνωσμένα τους ψιθύρους του Σγουρού και τις διαδρομές επ' 'ονου της κυράς της Άκοβας. Ήταν γεμάτο κόσμο,  κάστρο και μουσείο, κυρίως παιδιά σε εφηβική ηλικία, διότι, πώς να το κάνουμε, τα παιδιά μαγεύονται με τα κάστρα. Ο Ντίσνεϋ το ήξερε καλά και επειδή στην Αμερική δεν μπορούσε να βρει κανένα αληθινό έφτιαξε τη Ντίσνεϋλαντ, μια χώρα κάστρων όλων των ειδών. Είναι το είδος του κτίσματος, ή είναι η εποχή που ασκεί τόση γοητεία; Ο Μεσαίωνας, οι ιππότες, η φεουδαρχία, οι πριγκίπισσες; Ποιο στοιχείο έλκει περισσότερο; Μήπως τα παραμύθια που πάντα έχουν σκηνικό μεσαιωνικό δημιουργούν αυτή τη μαγεία; Πρώτα έρχονται αυτά και μετά το σκηνικό, ή το ανάποδο; 
Φαίνεται πως κάτι υπάρχει εκεί που έχει να κάνει με το σήμερα. Κάτι που επιζεί στα τραγούδια, στους θρύλους, στις τοπικές συνήθειες, στα παιδικά παιχνίδια, κάτι που συνδέεται ίσως και με το χαρακτήρα των ανθρώπων σε κάθε χώρα και επαρχία της Ευρώπης πολύ περισσότερο από όσο το DNA για παράδειγμα, το οποίο διαρκώς επικαλούνται τα τελευταία χρόνια οι σχολιογράφοι. Η Ελλάδα έχει αρνηθεί γενικά να αντικρίσει τον εαυτό της στην μεσαιωνική ιστορία, και δεν είναι τυχαίο που κανείς δεν διανοήθηκε να ειρωνευτεί, ας πούμε, το δεύτερο και περίλαμπρο αρχαιολογικό μουσείο που χτίστηκε στην Ήλιδα λίγο πριν ή λίγο μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες, διότι για τους αρχαίους πάντα λίγα κάνουμε και μόνο αυτούς αναγνωρίζουμε ως προγόνους. Έστω και σαν περαστικούς να τους δεις πάντως, οι Φράγκοι άφησαν αν μη τι άλλο στην Πελοπόννησο σκηνικά παραμυθιών σε μεσογειακό περιβάλλον, όπου τα δυο τρία τελευταία χρόνια γίνονται και αναπαραστάσεις γκιόστρας προς μεγάλη χαρά των παιδιών. 
Ελπίζω οι σύγχρονοι καβαλλάρηδες να προσέχουν. Λεπτομέρειες για τη γκιόστρα ελληνιστί θα βρείτε στο Β του Ερωτόκριτου. 







 

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

"Βγείτε από τον πύργο σας" της Άννας Δαμιανίδη ("Εφημερίδα των Συντακτών" 9/7/2013)

.........................................................

της Άννας Δαμιανίδη 

Στο Μυστρά το εισιτήριο έχει πέντε ευρώ, και είναι δωρεάν για παιδιά, φοιτητές, δημοσιογράφους, ηλικιωμένους κι ένα σωρό ακόμα κατηγορίες. Βέβαια δεν ενδείκνυται να σκαρφαλώνουν μέσα στο λιοπύρι ηλικιωμένοι στο απότομο βουνό που διάλεξε ο Βιλαρδουίνος για το κάστρο του. Πόσο μάλλον που κλείνει στις τρεις το μεσημέρι, όπως και όλοι οι αρχαιολογικοί χώροι, ενώ αν έμενε ανοιχτός ως τη δύση του ηλίου θα μπορούσε να προσελκύει και λιγότερο νέους και ρωμαλέους επισκέπτες.
Ανέβηκα δεύτερη φορά στη ζωή μου ως την κορυφή του, και συστηνω θερμά να τον επισκέπτεται κανείς από το φθινόπωρο ως την άνοιξη. Σοφοί ήταν στο  σχολείο που μας είχαν πάει εκεί Νοέμβριο μήνα, κι είχαμε θαυμάσει τη βλάστηση της Πελοποννήσου σε αποχρώσεις του κόκκινου και του κίτρινου. Τότε σκαρφαλώναμε σαν αγριοκάτσικα και ποζάραμε στα άδεια παράθυρα του ανακτόρου του Παλαιολόγου. Τώρα, μερικές δεκαετίες μετά, κατάλαβα γιατί δεν μας προλάβαιναν οι καθηγητές. Το δε ανάκτορο του Παλαιολόγου ανακαινίζεται κι ήταν μεγάλη ανακούφιση για τα πρησμένα πόδια μου ότι δεν μπορούσα να το επισκεφτώ. 
Ο τίτλος μου σήμερα είναι παραπλανητικός, βγείτε απο τον νοερό πύργο σας, τα αδιέξοδα και την περιρέουσα απελπισία, εξερευνώντας αληθινούς πύργους, όχι μόνο στην Πελοπόννησο όπου πήγα εγώ, αλλά σε όλη την Ελλάδα, αυτό θέλω να προτείνω. Τα μεσαιωνικά κάστρα σε νησιά, βουνά και παραλίες, είναι κάτι σαν ανεξερεύνητη ήπειρος, γιατί η σχολική ιστορία, προσπαθώντας να στήσει ένα νήμα συναισθηματικής προσέγγισης διαπερνάει αιώνες και ενδιαφέρουσες καταστάσεις αφήνοντας πίσω της ωραία και σχεδόν ανώνυμα ερείπια. Ο Μυστράς εξαιρείται διότι θεωρείται ελληνικός, αλλά κάνοντας καλοκαιρινό τουρισμό είναι πιο λογικό να επισκεφτεί κανείς το κάστρο της Μεθώνης, ας πούμε, που είναι επίπεδο, ζήτημα αν ανεβοκατεβαίνεις δυο -τρία σκαλιά μαζεμένα, κι όπως βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα το δροσίζει τ' αεράκι. Βενετοί, Τούρκοι, Αιγύπτιοι, Γάλλοι και Έλληνες υπήρξαν κατά καιρούς οι κυρίαρχοί του, και τα ίχνη τους βρίσκονται εύκολα με μια βόλτα και λίγο χάζεμα στους οδηγούς. Εκκλησία, τζαμί, λέων του Αγίου Μάρκου, γοτθικές κολόνες, μαυριτανικές πύλες, πυραμιδοειδείς σκεπές. Πολύ αίμα χύθηκε κάποτε στις πέτρες αυτές, αλλά και πολύ περισσότερο νερό χρησιμοποιήθηκε στα χαμάμ που στέκουν ακόμα έρημα μέσα στα ισοπεδωμένα χαλάσματα, για να ευπρεπιστεί η καθημερινή ζωή που κάπως θα πρόλαβε να λάβει χώρα στη χαμένη πλέον πόλη. Εισιτήριο δεν υπάρχει εκεί, απλώς η πύλη ανοίγει το πρωί. Η πόλη είναι σχεδιασμένη από τους Γάλλους που έδιωξαν τους Αιγύπτιους του Ιμπραήμ και παρέδωσαν στους Έλληνες το κάστρο, με μικρές πλατείες και τα απλά σπιτάκια της Πελοποννήσου που μπορείς να τα πεις και νεοκλασικά.
Έτσι λοιπόν οι Βενετσιάνοι έφτιαχναν κάστρα κοντά στη θάλασσα, σταθμούς εμπορίου στην ουσία, οι δε Φράγκοι προτιμούσαν τα βουνά για να επιβλέπουν την αγροτική ζωή στην πεδιάδα, πράγμα που έκανε κι ο Παλαιολόγος μετά που πήρε το Μυστρά ως αντάλλαγμα για ν' αφήσει ελεύθερο τον Βιλαρδουίνο. Τα υπόλοιπα, σχέσης παραγωγής, σχέσεις ζωής και εξουσίας, παρακολούθηση και τιμωρία, θα τα βρείτε  μόνοι σας ταξιδεύοντας στη μεσαιωνική Πελοπόννησο. Λίγη έρευνα στην εποχή της φεουδαρχίας μπορεί να μας γλιτώσει από επανάληψη φεουδαρχικών καταστάσεων, που τις βλέπεις καμιά φορά να ανασταίνονται έστω και σε συμβολικό επίπεδο.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

K.Καβάφης(1863 - 1933), τρία πεζά ποιήματα (24grammata.com- Ιστορία της Λογοτεχνίας)

........................................................

K.Καβάφης (1863 - 1933)

3 πεζά ποιήματα

 
 


24grammata.com- Ιστορία της Λογοτεχνίας
  • Το σύνταγμα της Ηδονής
  • Ενδύματα
  • Τα πλοία
Το Σύνταγμα της Hδονής    
Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας· όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών.
Όλοι οι νόμοι της ηθικής – κακώς νοημένοι, κακώς εφαρμοζόμενοι – είναι μηδέν και δεν ημπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
Mη αφήσης καμίαν σκιεράν αρετήν να σε βαστάξη. Mη πιστεύης ότι καμία υποχρέωσις σε δένει. Tο χρέος σου είναι να ενδίδης, να ενδίδης πάντοτε εις τας Eπιθυμίας, που είναι τα τελειότατα πλάσματα των τελείων θεών. Tο χρέος σου είναι να καταταχθής πιστός στρατιώτης, με απλότητα καρδίας, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου και πλανάσαι με θεωρίας δικαιοσύνης, με τας περί αμοιβής προλήψεις της κακώς καμωμένης κοινωνίας. Mη λέγης, Tόσον αξίζει ο κόπος μου και τόσον οφείλω να απολαύσω. Όπως η ζωή είναι κληρονομία και δεν έκαμες τίποτε δια να την κερδίσης ως αμοιβήν, ούτω κληρονομία πρέπει να είναι και η Hδονή. Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου· αλλά κράτει τα παράθυρα ανοικτά, ολοάνοικτα, δια να ακούσης τους πρώτους ήχους της διαβάσεως των στρατιωτών, όταν φθάνη το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
Mη απατηθής από τους βλασφήμους όσοι σε λέγουν ότι η υπηρεσία είναι επικίνδυνος και επίπονος. H υπηρεσία της ηδονής είναι χαρά διαρκής. Σε εξαντλεί, αλλά σε εξαντλεί με θεσπεσίας μέθας. Kαι επί τέλους όταν πέσης εις τον δρόμον, και τότε είναι η τύχη σου ζηλευτή. Όταν περάση η κηδεία σου, αι Mορφαί τας οποίας έπλασαν αι επιθυμίαι σου θα ρίψουν λείρια και ρόδα λευκά επί του φερέτρου σου, θα σε σηκώσουν εις τους ώμους των έφηβοι Θεοί του Oλύμπου, και θα σε θάψουν εις το Kοιμητήριον του Iδεώδους όπου ασπρίζουν τα μαυσωλεία της ποιήσεως.
 
(από τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877; – 1923, Ίκαρος 1993)

  Τα Πλοία   
 
Aπό την Φαντασίαν έως εις το Xαρτί. Eίναι δύσκολον πέρασμα, είναι επικίνδυνος θάλασσα. H απόστασις φαίνεται μικρά κατά πρώτην όψιν, και εν τοσούτω πόσον μακρόν ταξίδι είναι, και πόσον επιζήμιον ενίοτε δια τα πλοία τα οποία το επιχειρούν.
H πρώτη ζημία προέρχεται εκ της λίαν ευθραύστου φύσεως των εμπορευμάτων τα οποία μεταφέρουν τα πλοία. Eις τας αγοράς της Φαντασίας, τα πλείστα και τα καλύτερα πράγματα είναι κατασκευασμένα από λεπτάς υάλους και κεράμους διαφανείς, και με όλην την προσοχήν του κόσμου πολλά σπάνουν εις τον δρόμον, και πολλά σπάνουν όταν τα αποβιβάζουν εις την ξηράν. Πάσα δε τοιαύτη ζημία είναι ανεπανόρθωτος, διότι είναι έξω λόγου να γυρίση οπίσω το πλοίον και να παραλάβη πράγματα ομοιόμορφα. Δεν υπάρχει πιθανότης να ευρεθή το ίδιον κατάστημα το οποίον τα επώλει. Aι αγοραί της Φαντασίας έχουν καταστήματα μεγάλα και πολυτελή, αλλ’ όχι μακροχρονίου διαρκείας. Aι συναλλαγαί των είναι βραχείαι, εκποιούν τα εμπορεύματά των ταχέως, και διαλύουν αμέσως. Eίναι πολύ σπάνιον εν πλοίον επανερχόμενον να εύρη τους αυτούς εξαγωγείς με τα αυτά είδη.
Mία άλλη ζημία προέρχεται εκ της χωρητικότητος των πλοίων. Aναχωρούν από τους λιμένας των ευμαρών ηπείρων καταφορτωμένα, και έπειτα όταν ευρεθούν εις την ανοικτήν θάλασσαν αναγκάζονται να ρίψουν εν μέρος εκ του φορτίου δια να σώσουν το όλον. Oύτως ώστε ουδέν σχεδόν πλοίον κατορθώνει να φέρη ακεραίους τους θησαυρούς όσους παρέλαβε. Tα απορριπτόμενα είναι βεβαίως τα ολιγοτέρας αξίας είδη, αλλά κάποτε συμβαίνει οι ναύται, εν τη μεγάλη των βία, να κάμνουν λάθη και να ρίπτουν εις την θάλασσαν πολύτιμα αντικείμενα.
Άμα δε τη αφίξει εις τον λευκόν χάρτινον λιμένα απαιτούνται νέαι θυσίαι πάλιν. Έρχονται οι αξιωματούχοι του τελωνείου και εξετάζουν εν είδος και σκέπτονται εάν πρέπη να επιτρέψουν την εκφόρτωσιν· αρνούνται να αφήσουν εν άλλο είδος να αποβιβασθή· και εκ τινων πραγματειών μόνον μικράν ποσότητα παραδέχονται. Έχει ο τόπος τους νόμους του. Όλα τα εμπορεύματα δεν έχουν ελευθέραν είσοδον και αυστηρώς απαγορεύεται το λαθρεμπόριον. H εισαγωγή των οίνων εμποδίζεται, διότι αι ήπειροι από τας οποίας έρχονται τα πλοία κάμνουν οίνους και οινοπνεύματα από σταφύλια τα οποία αναπτύσσει και ωριμάζει γενναιοτέρα θερμοκρασία. Δεν τα θέλουν διόλου αυτά τα ποτά οι αξιωματούχοι του τελωνείου. Eίναι πάρα πολύ μεθυστικά. Δεν είναι κατάλληλα δι’ όλας τα κεφαλάς. Eξ άλλου υπάρχει μία εταιρεία εις τον τόπον, η οποία έχει το μονοπώλιον των οίνων. Kατασκευάζει υγρά έχοντα το χρώμα του κρασιού και την γεύσιν του νερού, και ημπορείς να πίνης όλην την ημέραν από αυτά χωρίς να ζαλισθής διόλου. Eίναι εταιρεία παλαιά. Xαίρει μεγάλην υπόληψιν, και αι μετοχαί της είναι πάντοτε υπερτιμημέναι.
Aλλά πάλιν ας είμεθα ευχαριστημένοι όταν τα πλοία εμβαίνουν εις τον λιμένα, ας είναι και με όλας αυτάς τας θυσίας. Διότι τέλος πάντων με αγρυπνίαν και πολλήν φροντίδα περιορίζεται ο αριθμός των θραυομένων ή ριπτομένων σκευών κατά την διάρκειαν του ταξιδίου. Eπίσης οι νόμοι του τόπου και οι τελωνειακοί κανονισμοί είναι μεν τυραννικοί κατά πολλά αλλ’ όχι και όλως αποτρεπτικοί, και μέγα μέρος του φορτίου αποβιβάζεται. Oι δε αξιωματούχοι του τελωνείου δεν είναι αλάνθαστοι, και διάφορα από τα εμποδισμένα είδη περνούν εντός απατηλών κιβωτίων που γράφουν άλλο από επάνω και περιέχουν άλλο, και εισάγονται μερικοί καλοί οίνοι δια τα εκλεκτά συμπόσια.
Θλιβερόν, θλιβερόν είναι άλλο πράγμα. Eίναι όταν περνούν κάτι πελώρια πλοία, με κοράλλινα κοσμήματα και ιστούς εξ εβένου, με αναπεπταμένας μεγάλας σημαίας λευκάς και ερυθράς, γεμάτα με θησαυρούς, τα οποία ούτε πλησιάζουν καν εις τον λιμένα είτε διότι όλα τα είδη τα οποία φέρουν είναι απηγορευμένα, είτε διότι δεν έχει ο λιμήν αρκετόν βάθος δια να τα δεχθή. Kαι εξακολουθούν τον δρόμον των. Oύριος άνεμος πνέει επί των μεταξωτών των ιστίων, ο ήλιος υαλίζει την δόξαν της χρυσής των πρώρας, και απομακρύνονται ηρέμως και μεγαλοπρεπώς, απομακρύνονται δια παντός από ημάς και από τον στενόχωρον λιμένα μας.
Eυτυχώς είναι πολύ σπάνια αυτά τα πλοία. Mόλις δύο, τρία βλέπομεν καθ’ όλον μας τον βίον. Tα λησμονώμεν δε ογρήγορα. Όσω λαμπρά ήτο η οπτασία, τόσω ταχεία είναι η λήθη της. Kαι αφού περάσουν μερικά έτη, εάν καμίαν ημέραν – ενώ καθήμεθα αδρανώς βλέποντες το φως ή ακούοντες την σιωπήν – τυχαίως επανέλθουν εις την νοεράν μας ακοήν στροφαί τινες ενθουσιώδεις, δεν τας αναγνωρίζομεν κατ’ αρχάς και τυραννώμεν την μνήμην μας δια να ενθυμηθώμεν πού ηκούσαμεν αυτάς πριν. Mετά πολλού κόπου εξυπνάται η παλαιά ανάμνησις και ενθυμώμεθα ότι αι στροφαί αύται είναι από το άσμα το οποίον έψαλλον οι ναύται, ωραίοι ως ήρωες της Iλιάδος, όταν επερνούσαν τα μεγάλα, τα θεσπέσια πλοία και επροχώρουν πηγαίνοντα – τις ηξεύρει πού.

(από τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877; – 1923, Ίκαρος 1993)

Ενδύματα  
  
Mέσα σ’ ένα κιβώτιο ή μέσα σ’ ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και θα φυλάξω τα ενδύματα της ζωής μου.
Tα ρούχα τα κυανά. Kαι έπειτα τα κόκκινα, τα πιο ωραία αυτά από όλα. Kαι κατόπιν τα κίτρινα. Kαι τελευταία πάλι τα κυανά, αλλά πολύ πιο ξέθωρα αυτά τα δεύτερα από τα πρώτα.
Θα τα φυλάξω με ευλάβεια και με πολλή λύπη.
Όταν θα φορώ μαύρα ρούχα, και θα κατοικώ μέσα σ’ ένα μαύρο σπίτι, μέσα σε μια κάμαρη σκοτεινή, θα ανοίγω καμιά φορά το έπιπλο με χαρά, με πόθο, και με απελπισία.
Θα βλέπω τα ρούχα και θα θυμούμαι την μεγάλη εορτή – που θα είναι τότε όλως διόλου τελειωμένη.
Όλως διόλου τελειωμένη. Tα έπιπλα σκορπισμένα άτακτα μες στες αίθουσες. Πιάτα και ποτήρια σπασμένα κατά γης. Όλα τα κεριά καμένα ώς το τέλος. Όλο το κρασί πιωμένο. Όλοι οι καλεσμένοι φευγάτοι. Mερικοί κουρασμένοι θα κάθονται ολομόναχοι, σαν κ’ εμένα, μέσα σε σπίτια σκοτεινά – άλλοι πιο κουρασμένοι θα πήγαν να κοιμηθούν.
 
(από τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877; – 1923, Ίκαρος 1993)

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Τέσσερα χρόνια χωρίς την Πίνα Μπάους (30 Ιουν 2013 | tvxsteam tvxs.gr)

.............................................................

Τέσσερα χρόνια χωρίς την Πίνα Μπάους

tvxs.gr/node/132519
 


«Η πορεία μου ως τώρα έχει υπάρξει υπέροχη και είμαι πάρα πολύ ευτυχής. Αλλά όταν φτιάχνω ένα καινούργιο κομμάτι η πορεία δεν παίζει κανένα ρόλο. Νιώθω πάντα σαν τον πρωτάρη». Πίνα Μπάους

Η Πίνα Μπάους γεννήθηκε στο Ζόλινγκεν της Γερμανίας το 1940 σε μια από τις πιο ταραγμένες στιγμές αυτής της Ηπείρου. Μεγάλωσε τριγυρνώντας ανάμεσα στους πάγκους και τα τραπέζια της ταβέρνας του πατέρα της. Μία ανάμνηση που αργότερα θα τη δούμε να ζωντανεύει και στη σκηνή καθώς  υπήρξε η απαρχή για το έργο της «Καφέ Μύλλερ». Η σπουδαία αυτή δημιουργός και καλλιτέχνης, έφυγε στις 30 Ιουνίου του 2009, σε ηλικία μόλις 68 ετών. Του Γιώργου Ρούσσου
Το άρθρο που ακολουθεί είναι ένας φόρος τιμής στη ζωή και στο έργο της Πίνα Μπάους, ιδωμένα μέσα από το πρίσμα του αριστουργηματικού, ομώνυμου φιλμ, σκηνοθετημένο από τον ιδιοφυή Γερμανό Σκηνοθέτη, Βιμ Βέντερς.
Ο Βιμ Βέντερς είχε εντυπωσιαστεί και συγκινηθεί όταν, το 1985, παρακολούθησε για πρώτη φορά το "Café Müller" της χορογράφου Πίνα Μπάους από το Tanztheater Wuppertal στη Βενετία. Από τη συνάντηση αυτών των δύο καλλιτεχνών δημιουργήθηκε μια μακρόχρονη φιλία και με το πέρασμα των χρόνων, το σχέδιο για μια ταινία από κοινού.

Ωστόσο, η δημιουργία αυτής της ταινίας δεν ευδοκίμησε για μεγάλο διάστημα, εξαιτίας των περιορισμένων δυνατοτήτων. Ο Βέντερς αισθανόταν ότι δεν είχε βρει τον τρόπο να απεικονίσει επαρκώς τη μοναδική τέχνη της κίνησης της μεγάλης χορογράφου, τις χειρονομίες, τον λόγο αλλά και τη μουσική. Με τα χρόνια το κινηματογραφικό αυτό project μετατράπηκε σε φιλικό τελετουργικό, με τους δύο καλλιτέχνες να το υπενθυμίζουν συνεχώς ο ένας στον άλλον.


Η καθοριστική στιγμή ήρθε για τον Βέντερς, όταν το συγκρότημα των U2 παρουσίασε στις Κάννες σε 3D προβολή τη συναυλία τους "U2-3D". Ο Βέντερς αναφέρει χαρακτηριστικά: "Με το 3D η ταινία μας θα ήταν εφικτό να γίνει! Μόνο με αυτόν τον τρόπο, ενσωματώνοντας τη διάσταση του χώρου, θα μπορούσα να τολμήσω να μεταφέρω το Tanztheater της Μπάους στην κατάλληλη μορφή στη μεγάλη οθόνη."


Έτσι λοιπόν ξεκίνησε να διερευνά συστηματικά τη νέα γενιά του digital 3D cinema και το 2008, μαζί με την Πίνα Μπάους, άρχισαν να σκέφτονται την πραγματοποίηση του κινηματογραφικού τους ονείρου. Με τη συμβολή του Βέντερς, η Μπάους επέλεξε από το ρεπερτόριό της τα "Café Müller", "Le Sacre du printemps", "Vollmond" και "Kontakthof".


Στις αρχές του 2009 ο Βέντερς και η εταιρεία παραγωγής Neue Road Movies, μαζί με την Μπάους και το Tanztheater Wuppertal, ξεκίνησαν τη φάση της προετοιμασίας των γυρισμάτων. Μετά από μισό χρόνο εντατικής δουλειάς, και μόλις 2 μέρες πριν τη σχεδιασμένη δοκιμή του 3D, συνέβη το μοιραίο...


Η Πίνα Μπάους πέθανε στις 30 Ιουνίου του 2009, ξαφνικά και απροσδόκητα. Ανά τον κόσμο θαυμαστές του έργου της θρήνησαν για τον χαμό της σπουδαίας χορογράφου. 
Η Πίνα Μπάους ήταν η καλλιτεχνική διευθύντρια του Tanztheater Wuppertal, το οποίο ίδρυσε το 1973. Η φήμη της, βέβαια, ξεπερνά τα όρια αυτά, καθώς θεωρείται από τις πρωτοπόρους του μοντέρνου χορού. Ανάμεσα στα έργα της, ήταν το πασίγνωστο "Café Müller" (1978) ένα έργο ημι-αυτοβιογραφικό γεμάτο αναμνήσεις από την οικογενειακή επιχείρηση.
Το συναρπαστικό "Rite Of Spring" (1975), το "Nelken" (2005), όπου οι χορευτές καλούνται να χορέψουν σε μία σκηνή γεμάτη λουλούδια, το "Palermo Palermo" (1989), με τους χορευτές να χορεύουν ισορροπώντας ένα μήλο στο κεφάλι τους αλλά και το ιδιαίτερο "Kontakthof" (1978), το οποίο κλήθηκε να  ερμηνεύσει μία ομάδα χορευτών, ηλικίας από 58 ως 77 ετών.



Η Μπάους δεν αποσύρθηκε από τη χορευτική σκηνή, ακόμα και σε μεγάλη ηλικία. Συνέχισε να χορεύει και στην εξηκοστή δεκαετία της ζωής της και μάλιστα, το 2008 πραγματοποίησε και μεγάλη περιοδεία στη Μεγάλη Βρετανία.
Ξεκίνησε να χορεύει σε μικρή ηλικία. Στην αρχή χόρευε καθαρά από χόμπι, ανάμεσα στα τραπέζια της οικογενειακής τους επιχείρησης. Σύντομα, όμως, η ασυνήθιστη σωματική της ευελιξία δε διέφυγε της προσοχής και στα 14 της γράφτηκε στην Ακαδημία Χορού Folkwang στο Essen, την οποία διηύθυνε ο Kurt Jooss. Ο εξπρεσιονιστής αυτός χορογράφος ήταν ένας από τους εμπνευστές του ausdruckstanz movement (ελεύθερος χορός), το οποίο συνδύαζε χορό, μουσική και θεατρικά στοιχεία.


Το 1959, η Πίνα Μπάους κερδίζει μια τριετή υποτροφία για την Juilliard School της Νέας Υόρκης. Για το νεαρό της ηλικίας της, η εμπειρία ήταν έως και τραυματική, αλλά σίγουρα δε βγήκε χαμένη. Ανάμεσα στους δασκάλους της ήταν ο José Limon και ο Antony Tudor. Ειδικά ο δεύτερος την ώθησε στα χορευτικά της όρια. Λέγεται μάλιστα, ότι μια φορά έφτιαξε για εκείνη μια χορογραφία η οποία περιλάμβανε 587 arabesques, 224 jetes και 184 στροφές.

Επιστρέφοντας στη Γερμανία, έγινε η βασική χορεύτρια του Jooss Folkwang Ballett για 7 χρόνια, μέχρι την πρώτη της χορογραφική προσπάθεια το 1968. Μετά τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Tο 1969 γίνεται διευθύντρια του Folkwang Ballett και καλλιτεχνική διευθύντρια το 1973. Η ομάδα μετονομάστηκε σε Tanztheater Wuppertal Pina Bausch και η πορεία του ξέφυγε από τα όρια του μπαλέτου.
Ο Βιμ Βέντερς, αρχικά σταμάτησε τις προετοιμασίες, μιας και πείστηκε ότι η ταινία, χωρίς την Μπάους, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Ωστόσο, μετά από μια περίοδο πένθους και με τη συγκατάθεση της οικογένειας και τις παρακλήσεις του προσωπικού και των χορευτών που επρόκειτο να ξεκινήσουν τις πρόβες για την ταινία, ο Βέντερς αποφάσισε τελικά να γυρίσει την ταινία, έστω και χωρίς την Πίνα Μπάους στο πλευρό του.
Η ερευνητική και τρυφερή ματιά της στις χειρονομίες και τις κινήσεις των χορευτών, καθώς και κάθε λεπτομέρεια της χορογραφίας της, ήταν ακόμη "ζωντανά". Τώρα πια, παρά τη μεγάλη απώλεια, είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή, και ίσως η τελευταία για να αποτυπωθούν όλα τα παραπάνω σε μια ολοκληρωμένη δημιουργία.


Η ταινία λοιπόν περιλαμβάνει, εκτός από αποσπάσματα από τις 4 παραγωγές που είχε επιλέξει η ίδια η Μπάους, αρχειακό υλικό της χορογράφου εν ώρα δουλειάς, με την καινοτομία της 3D τεχνολογίας, καθώς και πολλές σόλο εμφανίσεις των χορευτών της. Για να το πετύχει αυτό, ο Βέντερς χρησιμοποίησε τη μέθοδο των ερωτήσεων, που χρησιμοποιούσε και η Μπάους στις δικές της παραγωγές.
Έθετε ερωτήματα και οι χορευτές της απαντούσαν όχι με λέξεις, αλλά με αυτοσχέδιες χορογραφίες και με τη γλώσσα του σώματος. Εξέφραζαν τα βαθιά τους συναισθήματα και τις προσωπικές τους εμπειρίες, από τις οποίες η Μπάους, μέσω εντατικών συνεδριών με την ομάδα της, δημιουργούσε τα δικά της χορευτικά κομμάτια.
Ο Βέντερς στράφηκε σε αυτή τη μέθοδο, όταν προσκάλεσε τους χορευτές να εκφράσουν στην ταινία τις αναμνήσεις τους από την Μπάους, με ξεχωριστές σόλο εμφανίσεις. Κινηματογράφησε λοιπόν τα διαφορετικά αυτά σόλο σε πολλές τοποθεσίες μέσα και γύρω από το Wuppertal.
Το αποτέλεσμα, είναι απλά μαγικό. Η "Πίνα Μπάους" δεν είναι μόνο μια από τις πρώτες ευρωπαϊκές 3D ταινίες,  αλλά είναι και η πρώτη καλλιτεχνική ταινία που γυρίζεται σε 3D παγκοσμίως. 
Η ταινία "Pina Bausch" (2011) του Βιμ Βέντερς, είναι η αδιαμφισβήτητη απόδειξη, πως ένα "εργάλειο" όπως το 3D digital, όταν χρησιμοποιηθεί σωστά μπορεί κάλλιστα να δημιουργήσει ένα μοναδικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Ο Βέντερς έτσι κατάφερε να μας χάρισε το 2011 ένα από τα κορυφαία δείγματα γραφής με χρήση της τεχνολογίας του 3D. Μέσω του ντοκιμαντέρ του, αποτίει φόρο τιμής στη μεγάλη χορεύτρια Pina Bausch, καταφέρνοντας να μας κάνει κοινωνούς σε ένα μοναδικό δημιούργημα. Ένα δημιούργημα, το οποίο όχι μόνο κατέκτησε κοινό και κριτικούς, αλλά του χάρισε το 2012 και μία υποψηφιότητα για Όσκαρ, στην κατηγορία του ντοκιμαντέρ.
Το στιλ της Πίνα Μπάους, διακρινόταν για την αμεσότητα και την ειλικρίνεια που μιλούσε στην καρδιά του θεατή, κάνοντας ορατή την ουσία πίσω από το φαίνεσθαι. Η ομάδα της περιλάμβανε χορευτές κάθε μεγέθους και ηλικίας, με έμφαση στην προσωπικότητα. Ένα από τα σημεία αναφοράς στις χορογραφίες της ήταν οι καθημερινές χειρονομίες. Όπως έλεγε κι η ίδια: "αυτό που προσπαθώ να κάνω, είναι να βρω μια γλώσσα για τη ζωή..."