Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

"Έφυγε" η Ζωρζ Σαρρή (http://www.newsnow.gr, 10/6/2012)

..............................................................


"Έφυγε" η Ζωρζ Σαρρή


 
Απεβίωσε η Ζωρζ Σαρή.
Έφυγε από τη ζωή στα 87 της χρόνια η συγγραφέας και ηθοποιός Ζώρζ Σαρή. Η κηδεία της θα γίνει την Τρίτη 12/6 από το Α' Νεκροταφείο.

Η Ζωρζ Σαρή γεννήθηκε το 1925 στην Αθήνα από Μικρασιάτη πατέρα και Γαλλίδα μητέρα. Από πολύ μικρή ασχολήθηκε με το θέατρο, με δάσκαλο το Βασίλη Ρώτα, ενώ στα χρόνια της Κατοχής, φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Ροντήρη.

Στον πόλεμο συμμετείχε στην Αντίσταση και την ΕΠΟΝ. Το '47 έφυγε εξόριστη στο Παρίσι, αλλά συνέχισε τις σπουδές της στη σχολή του Σαρλ Νιτλέν. Στη γαλλική πρωτεύουσα γνώρισε και παντρεύτηκε τον Αιγυπτιώτη χειρουργό Μάρκελλο Καρακώστα, με τον οποίο απέκτησε δυό παιδιά. Το 1962 επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να εμφανίζεται στο θέατρο και τον κινηματογράφο μέχρι το 1967.

Πρωτοεμφανίστηκε ως συγγραφέας το 1969 με το «Θησαυρό της Βαγίας», που έγινε μεγάλη επιτυχία και αργότερα μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση. Ακολούθησαν «Το ψέμα» (1970) και το «Όταν ο ήλιος» (1971), μυθιστορήματα για παιδιά και εφήβους, νουβέλες, θεατρικά παιδικά έργα και ιστορίες για μικρά παιδιά, καθώς και μεταφράσεις μυθιστορημάτων από τα γαλλικά.

Το 1994 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου και δύο φορές από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (1995, 1999). Το 1988 προτάθηκε για το βραβείο Χ.Κ. Αντερσεν. Ως ηθοποιός έχει βραβευτεί το 1960 με το βραβείο Β' Γυναικείου ρόλου του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

.................................................................


Τιμητικές διακρίσεις:

Τρία Βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου (1994) για το βιβλίο "Νινέτ"

Βραβείο Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (1999) για το βιβλίο "Ο Χόρος της ζωής"

Εργογραφία:

  Πεζογραφία

Ο θησαυρός της Βάγιας (Μυθιστόρημα), Κέδρος, 1969 1η-31η έκδοση, Πατάκης 1992 32η-44η έκδοση.

Το ψέμμα (Μυθιστόρημα), Περγαμηνή, 1970, Κέδρος 2η-37η έκδοση, Πατάκης 1992 38η-54η έκδοση.

Όταν ο ήλιος...(Μυθιστόρημα), Κέδρος 1971, 1η-26η έκδοση, Πατάκης 1992, 27η-35η έκδοση.

Κόκκινη κλωστή δεμένη...(Μυθιστόρημα), Κέδρος, 1974, 1η-12η έκδοση, Πατάκης, 1992 13η-16η έκδοση.

Τα γενέθλια (Μυθιστόρημα), Κέδρος 1977, 1η-28η έκδοση, Πατάκης 1992, 29η-39η έκδοση

Τα στενά παπούτσια (Μυθιστόρημα), Κέδρος 1979, 1η-22η έκδοση, Πατάκης 1992, 23η-35η έκδοση

Οι νικητές (Μυθιστόρημα), Κέδρος 1983, 1η-14η έκδοση, Πατάκης 1992, 15η-23η έκδοση

Τα χέγια (Μυθιστόρημα), Πατάκης 1987, 1η-20η έκδοση

Το παραράδιασμα (Μυθιστόρημα), Πατάκης 1989, 1η-13η έκδοση

Η αντιπαροχή (Νουβέλες), Πατάκης 1989

Κρίμα κι άδικο (Μυθιστόρημα), Πατάκης 1990, 1η-11η έκδοση

Νινέτ (Μυθιστόρημα), Πατάκης 1993, 1η-11η έκδοση, ISBN: 960-293-814-5

Ζουμ (Μυθιστόρημα), Πατάκης 1994, 1η-5η έκδοση

Ε. Π. (Μυθιστόρημα), Πατάκης 1995, 1η-5η έκδοση

Μια αγάπη για δυο (Μυθιστόρημα), (μαζί με την Αργυρώ Κοκορέλη), Πατάκης, 1996

Ο Χόρος της ζωής, Πατάκης, 1998, 7η έκδ. 1998. 7η έκδ. 2000 ISBN: 960-600-569-0

Σοφία, Πατάκης, 5η έκδ. 2000. Σελ. 138. ISBN: 960-600-774-Χ

Ο κύριός μου, Πατάκης, 2002, σελ. 136, ISBN:960-16-0382-4

Ο πόλεμος, η Μαρία και το αδέσποτο, Πατάκης, 2003, ISBN:960-16-0991-1

Τότε..., Πατάκης 2004, ISBN:960-16-1318-8

Θέατρο

Το τρακ, Πατάκης 1988

Γ. Για μικρά παιδιά

Το γαϊτανάκι, Κέδρος 1973 1η-11 έκδοση, Πατάκης 1992 12η-16η έκδοση. ISBN: 960-293-683-5

Ο Φρίκος ο Κοντορεβυθούλης, Κέδρος 1973, 1η-4η έκδοση, Πατάκης 1992, 5η έκδοση. ISBN: 960-293-768-8

Η σοφή μας η δασκάλα, Κέδρος 1982, 1η-3η έκδοση, Πατάκης 1992, 4η-8η έκδοση. ISBN: 960-293-685-1

Η κυρία Κλοκλό (σειρά 8 τίτλων), Πατάκης 1986, 1η-8η έκδοση. ISBN: 960-293-242-2

Ο Τότος και η Τοτίνα (σειρά 8 τίτλων), Πατάκης 1988, 1η-5η έκδοση. ISBN: 960-293-345-3

Ο Αρλεκίνος και η Πολυλογού, 1η έκδοση Δελφίνι, 1993, Πατάκης, 2000. ISBN: 960-378-939-9

Η Πολυλογού, 1η έκδ., Δελφίνι, 1993. Πατάκης, 2000. ISBN: 960-600-921-1

Η κόκκινη κοτούλα, Πατάκης

Η τουλιπίτσα, Πατάκης, 2002, ISBN:960-16-0457-Χ

Δ. Μεταφράσεις

Ε. Ιονέσκο, Ο Μόνος, Μπάυρον, 1974

Τομίκο Ινούι, Το γαλάζιο κύπελλο, Κέδρος, 1974

Μάριο Σοάρες, Η φιμωμένη Πορτογαλία, Μπάυρον, 1974

Σιμόν ντε Μποβουάρ, Οι Μανδαρίνοι, Ανοιχτή Γωνιά, 1978

Πιερ Πελό, Το παιδί και το αστέρι, Ψυχογιός, 1979

Μαντελέν Ζιλάρ, Το κρυφό μονοπάτι, Κέδρος, 1979

Εβγκένι Βελτιστόφ, Ελεκτρόνικ, Κέδρος, 1979

Φρανσίς Ζανβόν, Ζαν Πολ Σαρτρ, Κέδρος,1980

Ανδρέας Κέδρος, Το νησί με τα ζωντανά απολιθώματα, Κέδρος, 1981

Ανρί Τρουαγιά, Βιού, Κέδρος 1982

Μορίς Ντρυόν, Τιστού ο πρασινοδάχτυλος, Κέδρος, 1983

Έκτωρ Μαλό, Χωρίς οικογένεια (2 τόμοι), Πατάκης, 1987

Ιούλιος Βερν, Μιχαήλ Στρογγώφ, Πατάκης 1989 (Μαζί με την Ε. Ρώτη-Βουτσάκη).


 ........................................................



«Υπό κατάργησιν γιαγιά»

Η Ζορζ Σαρή, συγγραφέας αγαπημένων παιδικών παραμυθιών –όπως το «Όταν ο Ήλιος», ή το «Κόκκινη κλωστή δεμένη»– εξηγεί γιατί αισθάνεται έτσι…

Πάντοτε ήθελα να τη γνωρίσω από κοντά. Λίγες μέρες πριν γεννηθεί ο γιος μου είχα την τύχη να δεχθεί να μου μιλήσει ως γιαγιά στο σπίτι της.

Όταν ήμουν παιδί, δεν είχα γιαγιά του χεριού μου. Η μητέρα μου ήταν Γαλλίδα και η γιαγιά μου ζούσε στη Σενεγάλη. Τα παραμύθια μου τα έλεγε η μητέρα μου που είχε άσπρα μαλλιά –ήμουν η μικρότερή της κόρη. Ο πατέρας μου ήταν ορφανός. Όσα ξέρω για τη γιαγιά και το ρόλο της τα έμαθα από τις τότε φιλενάδες μου ή από τις κουβέντες των μεγάλων.
Τότε η γιαγιά, στο χωριό ή στην πόλη, ζούσε με τα παιδιά της κι εκείνη κοίμιζε τα εγγόνια της με παραμύθια δικά της, ανέκδοτα, ή κλασικά του κόσμου όλου. Νοσταλγώ εκείνα τα χρόνια.
Σήμερα όλα άλλαξαν. Στο χωριό, στο νησί, έφτασε η τηλεόραση, συχνά η γιαγιά δεν προλαβαίνει να πει το παραμύθι, το εγγόνι βλέπει στην τηλεόραση τα παραμύθια που είναι καταδικά του, παραμύθια με πιστόλια, βόμβες, μαχαίρια και τρομακτικές στολές… Ο καθένας λοιπόν –γιαγιά, εγγόνι– στον πάγκο του. Το τζάκι έσβησε…
Στην πόλη ψάχνω να βρω τη «γιαγιά». Γύρω μου, όμως, βρίσκω γιαγιάδες νέες. Μια φίλη μου 55 χρονών με μεγάλα εγγόνια, βαμμένο μαλλί, τσιγάρο στο στόμα και συχνά πολυάσχολη, τα βράδια ξεκουράζεται παίζοντας χαρτιά ή βλέποντας το αγαπημένο της σίριαλ. Το παιδί στην πόλη έχει δική του τηλεόραση στο δωμάτιό του και παρακολουθεί την Tv junior, που παίζει όλο το εικοσιτετράωρο τα δικά της παραμύθια: η ένοπλη δράση εν δράσει… Ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, έχει ένα κασετόφωνο: το παραμύθι εδώ και λίγο καιρό λέγεται από μια ανώνυμη φωνή. Υπάρχει και η γιαγιά, νέα ή μεγάλη, ξανθιά ή ασπρομάλλα, που λέει το παραμύθι της. Μαγεία! Αυτή η περίπτωση είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Εγώ είμαι γιαγιά μας άλλης κατηγορίας. Οι γονείς, μετά τον πόλεμο, μετά τον εμφύλιο, μετά την επταετία, στέλναμε κι ακόμη στέλνουμε τα παιδιά μας στο εξωτερικό για να γίνουν «άνθρωποι» ή για να συνεχίσουν τις σπουδές τους ή, ακόμη, γιατί απέτυχαν στις πανελλαδικές εξετάσεις. Στις ξένες χώρες συχνά παντρεύονται με ξένη ή ξένο, πολλές φορές πετυχαίνουν και παραμένουν στον ξένο τόπο για να παραμείνουν… άνθρωποι!
Η γιαγιά βρίσκεται όπως πάντα στην Ελλάδα και, ανάλογα με την απόσταση και την οικονομική της δυνατότητα, πηγαίνει στα παιδιά και στα εγγόνια της. Πολλές φορές τα εγγόνια δεν ξέρουν ελληνικά, συχνά η γιαγιά δεν κατέχει τη γλώσσα της ξένης πατρίδας κι άλλωστε τι προλαβαίνει να κάνει σε λίγες μέρες ή έστω σ’ ένα μήνα… Μπαίνει στην κουζίνα, μαγειρεύει μουσακάδες, κεφτεδάκια ή φτιάχνει ταραμοσαλάτες.
Τα καλοκαίρια πάλι κατεβαίνουν στην Ελλάδα και πηγαίνουν σ’ ένα νησί να κολυμπήσουν. Η νέα γιαγιά κολυμπάει μαζί τους, η ηλικιωμένη τα βλέπει από μακριά και πάλι τους μαγειρεύει.
Τα παραμύθια δεν κατασκευάζονται στα καλά καθούμενα. Κόπηκε η κλωστή με το χθες…
Έχω το χρόνο και την πολυτέλεια –άλλωστε, αυτό είναι το επάγγελμά μου– να «βομβαρδίζω» τον Ανδρέα με παραμύθια δικά μου ή άλλων. Ευτυχώς που κάποια στιγμή κλείνει τα μάτια του και τον παίρνει ο ύπνος, κι έτσι μου μένει χρόνος να γράψω καινούργια παραμύθια…».
από εδώ:
http://stoforos.blogspot.gr/   ή από το ("ημερολόγιο ενός πατέρα")

Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

"Η άγνωστη θηλυκή ύπαρξη" του Νίκου Δήμου (www. lifo.gr, 7.6.2012)

..........................................................


www. lifo.gr, 7.6.2012

Η άγνωστη θηλυκή ύπαρξη

του Νίκου Δήμου
 
Ποια είναι αυτή η κυρία ή δεσποινίς, κοπέλα ή γριέντζω, που μπερδεύεται μέσα στα λόγια μας κάθε μέρα και μας ταλαιπωρεί;

Η άγνωστη θηλυκή ύπαρξη
  • Μεγαλώνοντας μαθαίνεις. Πώς το είπε κι ο Σωκράτης (που τελικά στην αναθεώρηση της δίκης του γλίτωσε το κώνειο). «Γηράσκω αεί… κ.λπ.». Έτσι κι εγώ.
  • Μεταξύ αυτών που έμαθα σε μεγάλη ηλικία είναι μερικές εκφράσεις που δεν υπήρχαν στα νιάτα μου. Όλες έχουν ένα κοινό στοιχείο: αναφέρονται σε μια απροσδιόριστη θηλυκή οντότητα που παίζει βασικό ρόλο στη φράση.
  • Παραδείγματα: Μου ΤΗΝ δίνει… ΤΗΝ κάνω... Του ΤΗΝ είπε… Μου ΤΗΝ πέφτει…
  • Ποια είναι αυτή που υποκρύπτεται πίσω από το ΤΗΝ; Ποια δίνει, ποια λέει, ποια κάνει, ποια πέφτει;
  • Η πιο εύκολη ερμηνεία είναι στο θέμα της άποψης. «Του ΤΗΝ λέω» προφανώς σημαίνει τη γνώμη μου. Όμως δεν είναι μόνο γνώμη, γιατί η έκφραση υπονοεί και φραστική επίθεση. «Του ΤΗΝ είπα» σημαίνει «τον έβρισα» ή έστω «τον μάλωσα». Άρα, το ΤΗΝ εδώ δεν αφορά μόνο γνώμη, αλλά επίκριση, κατάκριση.
  • Ως εδώ καλά. Αλλά όταν «ΤΗΝ κάνω», ποια κάνω; Η έκφραση σημαίνει φεύγω. Τι κάνω όταν φεύγω;
  • Και η φίλη που μου έγραψε ότι προχθές κάποιος σιχαμερός τύπος «της ΤΗΝ έπεσε» τι ακριβώς εννοούσε; Διότι αν έγραφε την παλιά έκφραση «μου κόλλησε», θα καταλάβαινα αμέσως. Η φράση είναι σαφής, σχεδόν χειροπιαστή - όπως όταν σου κολλάει ένας εφαψίας στο λεωφορείο. Αλλά της ΤΗΝ έπεσε; Ποια;
  • Και συμπληρώνει: «Μου τη δίνει όταν είναι θρασείς, ενώ καταλαβαίνουν ότι δεν τους πάω!». Να το πάλι το άγνωστον θήλυ. «Της ΤΗ δίνει». Ποια;
  • Ποια είναι αυτή η κυρία ή δεσποινίς, κοπέλα ή γριέντζω, που μπερδεύεται μέσα στα λόγια μας κάθε μέρα και μας ταλαιπωρεί; Και γιατί είναι η γλώσσα τόσο σεξιστική; Δεν θα μπορούσαμε να λέμε: «ΤΟΝ κάνω», «του ΤΟΝ λέω». Με αρσενικό άρθρο οι φράσεις γίνονται σχεδόν άσεμνες. Σίγουρα είναι, στην περίπτωση: «του ΤΟΝ πέφτω».
  • Υπάρχουν και οι παλιότερες παραδοσιακές εκφράσεις. Ποια βάφει κανείς όταν λέει: «την έβαψα»; Και ποιαν πατάει στην έκφραση «την πάτησα»;
  • Η ζωή μας είναι γεμάτη από άγνωστες γυναίκες που τις παίρνουμε κάθε μέρα στο στόμα μας χωρίς να ξέρουμε ποιες είναι. Απ’ ό,τι ξέρω, το φαινόμενο αυτό δεν υπάρχει σε άλλες γλώσσες. Εδώ σας θέλω, σοβαροί μας γλωσσολόγοι (όχι, δεν εννοώ τον Μπαμπινιώτη), να μας λύσετε την απορία.
  • ΥΓ.: Εσείς περιμένατε, δέκα μέρες πριν από τις εκλογές, να γράψω πολιτικά και προεκλογικά. Ε, λοιπόν, σας ΤΗΝ έφερα!



Θέλω τη ζωή μου πίσω! της Χριστίνας Χανιώτη (yousendit@lifo.gr, 2/6/2012)

............................................................

www.lifo.gr, 2.6.2012 

Θέλω τη ζωή μου πίσω!

(Αφού ξεμεθύσω)  
 
της  Χριστίνας Χανιώτη



Θέλω τη ζωή μου πίσω!

Υπέρβαση. Το να νικάς τον εαυτό σου. Το να γίνεσαι κάποιος άλλος που κοιτά τον εαυτό του και τον οικτήρει. Γίνε αυτός ο άλλος. Αυτός που ατενίζει τα λάθη του με αισιοδοξία, ζει για το τώρα και επαναλαμβάνει την αυγή. Η δύση έφυγε και δε θα ξαναγυρίσει. Η πόλη όμως πεθαίνει και γεννιέται την ίδια στιγμή. Το βλέπεις και το βλέπω αλλά ο καθένας μας κοιτά μια αλλιώτικη αλήθεια. Εσύ βλέπεις μετανάστες, εγώ το ακορντεόν που γαληνεύει την ψυχή μου. Εσύ πουστρομάγαζα, εγώ τον έρωτα.

Πόσο σκληροί γίναμε. Η συγκίνηση, μια μορφή αδυναμίας πια, έχει δώσει τη θέση της στην αδιαφορία. Αδιάφοροι για τον άνθρωπο, αδιάφοροι για τα παιδιά μας και ντροπιασμένοι για το Όνομά μας. Θέλω να πάρω μία ντουντούκα και να μ’ακούσουν όλοι: «Ποιος έκλεψε το νόημα; Θέλω τη ζωή μου πίσω». Ζω μονάχα για αυτά τα λευκά πραγματάκια που αιωρούνται στον
ουρανό την άνοιξη. Μ’αρέσουν, αλλά μόλις χτες έμαθα πως είναι αρρώστια των δέντρων. Έτσι και όλοι χαίρονται με την ασθένεια που είναι παντού και πάντα. Θέλω να πατήσω μία αόρατη σκάλα προς τον ουρανό και να ανεβώ γρήγορα όπως τα παιδιά που τρέχουν με λαχτάρα. Να φύγω από δω να πάω αλλού!

Μα κάτσε ένα λεπτό η υπέρβαση δε γίνεται έτσι. Όχι με την άρνηση αλλά με την κατάφαση. Ναι στη ζωή, ναι σε όλα. Πως; Έχοντας στο χέρι μου τις αλήθειες των σοφών πίστεψα πως θα μπορέσω να μαζέψω όλη την τροφή που χρειάζομαι για να μην τα παρατήσω. Σκόρπιες σκέψεις από δω κι από κει, τόσα χρόνια και αιώνες πέρασαν και η κατάληξη είναι η ο απόλυτος
μηδενισμός ή το απόλυτο παραμύθι. Συγγνώμη αλλά η υπέρβαση δε γίνεται αν δεν αρνηθώ και κάτι. Δε μπορώ να μην αρνηθώ το σκληρό βλέμμα, την ύπουλη ταπεινότητα και την αιμοβόρα πάλη.

Η ανάγκη του ανθρώπου να εξελίσσεται και να μη μένει στα πράγματα που ακούει ήταν πάντα η σωστική λέμβος του. Δεν αντέχω πια το ψέμα, τόσο ψέμα, τόση κοροϊδία. Ψεύτικα χαμόγελα, ψεύτικες ειδήσεις, κώλοι, βία, κώλοι, βία, παράνοια, μαζοχισμός και πάλι κώλοι. Θα τα ξεπεράσω. Το σκοτεινό είναι αυτό που μας φωτίζει άκουσα. Γι’ αυτό και το φεγγάρι είναι
τόσο όμορφο τη νύχτα. Χωρίς πολλά πολλά το νόημα της ρομαντικής μου ύπαρξης.

Αφού η σύχρονη εποχή μας έφερε να παίζουμε σε έναν άνισο αγώνα, η απλή μας επιβίωση είναι ένας κύκλος καθορισμένος, χωρίς να αναρωτιέστε για τίποτα. Για παράδειγμα ποιος είναι ο ρόλος των πολεμικών συρράξεων που έχουν γίνει τηλεοπτικό προϊόν; «Για να προαχθεί η ειρήνη και να καταδικαστούν τα δεινά του πολέμου!», θα έλεγε ένας ανυποψίαστος. Τέλος
πάντων τα μπρούτζινα πιόνια έχουν μπει εδώ και πολύ καιρό στο μαρμάρινο σκάκι της διαπλοκής.αι είναι στημένα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ο πύργος μας να απειλεί τον στρατιώτη και το άλογο τους τη βασίλισσα...

«Η γενιά μας θα πρέπει να απολογηθεί όχι τόσο για τις αποτρόπαιες πράξεις κάποιων μοχθηρών ανθρώπων, όσο για την εκκωφαντική σιωπή των υπολοίπων». 

Martin Luther King

http://www.lifo.gr/lifoland/you-send-it/10545

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Επέτειος γέννησης του κορυφαίου συνθέτη μπαρόκ μουσικής, Tomaso Albinoni (08 Ιουν 2012 | tvxsteam tvxs.gr)

...........................................................

Επέτειος γέννησης του κορυφαίου συνθέτη μπαρόκ μουσικής, Tomaso Albinoni

tvxs.gr/node/38394
 

 
Ο Tomaso Giovanni Albinoni γεννήθηκε στη γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας στις 8 Ιουνίου 1671, όπου και μελέτησε βιολί και τραγούδι από παιδί. Με την καταστροφή της Βιβλιοθήκης της Δρέσδης όταν οι Σύμμαχοι βομβάρδισαν τη Γερμανική πόλη, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καταστράφηκαν τα περισσότερα ντοκουμέντα σχετικά με τη ζωή του κορυφαίου συνθέτη. Σήμερα, το πλέον γνωστό έργο του συνθέτη που στην εποχή του ήταν φημισμένος για τις όπερές του, είναι το Adagio in G minor, το οποίο έχει την πρωτοτυπία να μην είναι δικό του έργο!

Ο Albinoni απέκτησε φήμη τόσο εντός της Βενετίας όσο και σε άλλες ιταλικές πόλεις, κυρίως ως συνθέτης λυρικών δραμάτων, αν και συνέθεσε μεγάλο αριθμό ορχηστρικών έργων: πολλές σονάτες και κονσέρτα για βιολί, ενώ κατά τη δεύτερη δεκαετία του 18ου αιώνα συνέθεσε τα πολύ γνωστά του κονσέρτα για όμποε. Αντίθετα με πολλούς σύγχρονούς του μουσικούς, ο Albinoni δεν επιδίωξε κάποια θέση στην Εκκλησία ή στην Αυλή των Ευγενών, επιλέγοντας να διατηρήσει την ανεξαρτησία του. Σύμφωνα με ένα αρχείο της ενορίας του Αγίου Βαρνάβα της Βενετίας, ο Albinoni φέρεται να πέθανε από διαβήτη το 1751, σε ηλικία 80 ετών.
Συνολικά συνέθεσε περί τις 50 όπερες, οι 28 από τις οποίες παρουσιάστηκαν στη Βενετία μεταξύ 1723 και 1740. Σήμερα ωστόσο, πιο γνωστά είναι τα ορχηστρικά έργα του, όπως τα κονσέρτα για όμποε – είναι άλλωστε ο πρώτος Ιταλός συνθέτης που συνέθεσε έργα για το όμποε ως σόλο όργανο σε ορχήστρα, και ο πρώτος παγκοσμίως που κυκλοφόρησε τέτοια έργα (υπάρχουν αναφορές ότι κονσέρτα για όμποε είχαν συνθέσει ο Georg Philipp Telemann ή ο Händel, αλλά δεν δημοσιεύθηκαν ποτέ). Η μουσική του Albinoni ενέπνευσε και τον Johann Sebastian Bach, ο οποίος εκτός από τις φούγκες που δημιούργησε πάνω σε θέματα του Albinoni, προτιμούσε τις ασκήσεις του της αρμονίας και του μπάσου για την μελέτη των μαθητών του.
Μέρος του έργου του και πληροφορίες για τη ζωή του Tomaso Giovanni Albinoni χάθηκαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι Σύμμαχοι βομβάρδισαν την πόλη της Δρέσδης, οπότε και καταστράφηκε η Κρατική Βιβλιοθήκη όπου φυλασσόταν τα ντοκουμέντα. Σήμερα, το πλέον γνωστό έργο που συνδέεται με το όνομα του Albinoni είναι το Adagio in G minor, το οποίο όμως δεν είναι δικό του έργο, αλλά εξ ολοκλήρου σύνθεση του μουσικολόγου και συνθέτη Remo Giazotto (1910-1998). Ο Giazotto συνέθεσε το διάσημο adagio το 1958 και υποστηρίζει ότι στηρίχτηκε σε μια σονάτα για τρίο του Ιταλού συνθέτη, που έλαβε μέσω της Βιβλιοθήκης της Δρέσδης.













Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Σαν σήμερα κυκλοφόρησε το Satisfaction (06 Ιουν 2012 | tvxsteam tvxs.gr)

..............................................................






Σαν σήμερα κυκλοφόρησε το Satisfaction

tvxs.gr/node/96587
 

 


Σαν σήμερα 6 Ιουνίου του 1965 κυκλοφορήσε το θρυλικό Satisfaction, το τραγούδι των Rolling Stones που σηματοδότησε μια ολόκληρη γενιά. Το Satisfaction υπήρξε έμπνευση του Κιθ Ρίτσαρντς. Η σύλληψή τους έγινε μάλιστα λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος και είναι ευτυχές το γενονός πως ο κιθαρίστας των Stones, σηκώθηκε, ψιθύρησε μια μελωδία σε ένα κασετοφωνάκι κι έγραψε σε ένα κομμάτι χαρτί τις λέξεις «I can't get no satisfaction».


Οι Stones, άρχισαν να δουλεύουν το κομμάτι στις αρχές Μαΐου στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Κλίαργουοτερ της Φλώριδα. Οι τολμηροί στίχοι ανήκουν στον Τζάγκερ. Ο Ρίτσαρντς δίσταζε αρχικά να προχωρήσει στην ηχογράφησή του, γιατί πίστευε ότι έμοιαζε με το τραγούδι των Martha and the Vandellas «Dancing in the Street», ωστόσο, πείστηκε και οι Stones, μπήκαν στο στούντιο Τσες στο Σικάγο στις 10 Μαίου 1965. Ξαναηχογράφησαν το κομμάτι λίγες μέρες αργότερα στο Λος Αντζελες, προσθέτοντας το κιθαριστικό μέρος.

Το «Satisfaction» κυκλοφόρησε στις 6 Ιουνίου 1965 στις ΗΠΑ ως προπομπός του άλμπουμ του συγκροτήματος «Out of our Ηeads». Στην Αγγλία και την υπόλοιπη Ευρώπη κυκλοφόρησε στις 20 Αυγούστου του ίδιου χρόνου.


Η επιτυχία του τραγουδιού ήταν άμεση και απογείωσε την καριέρα των Rolling Stones. Αμέσως μπήκε στο Hot 100 του Billboard και παρέμεινε στο Νο1 για τέσσερεις εβδομάδες.

Άμεσες ήταν πάντως και οι αντιδράσεις καθώς από κάποιους συντηρητικούς κύκλουτς το τραγούδι θεωρήθηκε ανήθικο και επικίνδυνο για την καθεστηκυία τάξη.
Σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης απαγορεύτηκε αρχικά κι έγινε γνωστό μέσα από τους πειρατικούς σταθμούς, ενώ και οι Stones σε κάποιες εμφανίσεις τους αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν τους στίχους του τραγουδιού.
Πηγη: Lifo.gr







Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Αυτό που είμαστε. Του Ίρβιν Γιάλομ (03 Ιουν 2012 | Κρυσταλία Πατούλη tvxs.gr)

.............................................................

Αυτό που είμαστε. 

Του Ίρβιν Γιάλομ

tvxs.gr/node/96296
 

 
Ποιός από μας δεν έχει γνωρίσει κάποιον άνθρωπο (ίσως τον ίδιο μας τον εαυτό) που να είναι τόσο στραμμένος προς τα έξω, τόσο απορροφημένος στη συσσώρευση αγαθών ή στο τι σκέφτονται οι άλλοι, ώστε να χάνει κάθε αίσθηση του εαυτού του; Ένας τέτοιος άνθρωπος, όταν του τίθεται κάποιο ερώτημα, αναζητεί την απάντηση προς τα έξω κι όχι προς τα μέσα. Διατρέχει δηλαδή τα πρόσωπα των άλλων, για να μαντέψει ποιά απάντηση επιθυμούν ή περιμένουν.
Για έναν τέτοιον άνθρωπο θεωρώ χρήσιμο να συνοψίσω μια τριάδα δοκιμίων που έγραψε ο Σοπενάουερ προς το τέλος της ζωής του. (Για όποιον έχει φιλοσοφικές τάσεις είναι γραμμένα σε γλώσσα σαφή και προσβάσιμη στον μη ειδικό). Βασικά τα δοκίμια τονίζουν ότι το μόνο που μετράει είναι αυτό που το άτομο είναι.

Ούτε ο πλούτος ούτε τα υλικά αγαθά ούτε η κοινωνική θέση ούτε η καλή φήμη φέρνουν την ευτυχία. Αν και οι σκέψεις αυτές δεν αφορούν συγκεκριμένα τα υπαρξιακά θέματα, παρ’ όλ’ αυτά μας βοηθούν να μετακινηθούμε από ένα επιφανειακό επίπεδο προς βαθύτερα ζητήματα.
1. Αυτό που κατέχουμε. Τα υλικά αγαθά είνα απατηλά. Ο Σοπενάουερ υποστηρίζει πολύ κομψά ότι η συσσώρευση πλούτου και αγαθών είναι ατελείωτη και δεν προσφέρει ικανοποίηση. Όσο περισσότερα κατέχουμε, τόσο πολλαπλασιάζονται οι απαιτήσεις μας. Ο πλούτος είναι σαν το νερό της θάλασσας: όσο περισσότερο πίνουμε, τόσο πιο πολύ διψάμε. Στο τέλος δεν κατέχουμε εμείς τα αγαθά μας – μας κατέχουν εκείνα.
2. Αυτό που αντιπροσωπεύουμε στα μάτια των άλλων. Η φήμη είναι το ίδιο εφήμερη όσο και τα υλικά πλούτη. Ο Σοπενάουερ γράφει: “Οι μισές μας ανησυχίες και αγωνίες έχουν προέλθει από την έγνοια μας για τις γνώμες των άλλων… πρέπει να βγάλουμε αυτό το αγκάθι απ’ τη σάρκα μας”. Είναι τόσο ισχυρή η παρόρμηση να κάνουμε μια καλή εμφάνιση, ώστε για μερικούς φυλακισμένους, την ώρα που βαδίζουν προς τον τόπο της εκτέλεσής τους, αυτό που κυρίως απασχολεί τη σκέψη τους είναι το ντύσιμο και οι τελευταίες τους χειρονομίες.
Η γνώμη των άλλων είναι ένα φάντασμα που μπορεί ανά πάσα στιγμή ν’ αλλάξει όψη. Οι γνώμες κρέμονται από μια κλωστή και μας υποδουλώνουν στο τι νομίζουν οι άλλοι, ή, ακόμα χειρότερα, στο τι φαίνεται να νομίζουν – γιατί ποτέ δεν μπορούμε να μάθουμε τι σκέφτονται πραγματικά.
3. Αυτό που είμαστε. Μόνο αυτό που είμαστε έχει πραγματική αξία. Μια καλή συνείδηση, λέει ο Σοπενάουερ, αξίζει περισσότερο από μια καλή φήμη. Ο μεγαλύτερος στόχος μας θα έπρεπε να είναι η καλή υγεία κι ο πνευματικός πλούτος, ο οποίος οδηγεί σε ανεξάντλητα αποθέματα ιδεών, στην ανεξαρτησία και σε μια ηθική ζωή. Η ψυχική μας γαλήνη πηγάζει από τη γνώση ότι αυτό που μας αναστατώνει δεν είναι τα πράγματα, αλλά η ερμηνεία μας για τα πράγματα.
Αυτή η τελευταία σκέψη – ότι η ποιότητα της ζωής μας προσδιορίζεται από το πως ερμηνεύουμε τις εμπειρίες μας, όχι από τις ίδιες τις εμπειρίες – είναι ένα σημαντικό θεραπευτικό δόγμα που ανάγεται στην αρχαιότητα. Κεντρικό αξίωμα στη σχολή του στωικισμού, πέρασε από τον Ζήνωνα, τον Σενέκα, τον Μάρκο Αυρήλιο, τον Σπινόζα, τον Σοπενάουερ και τον Νίτσε κι έφτασε να γίνει θεμελιώδης έννοια τόσο στην ψυχοδυναμική όσο και στη γνωστική-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία.









---

O Irvin D. Yalom (1931-) είναι επίτιμος καθηγητής ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ των ΗΠΑ. Μαθητής και συνεργάτης του Rollo May, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους, εν ζωή, εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής στην ψυχιατρική και είναι συγγραφέας του εγκυρότερου και πληρέστερου εγχειρίδιου υπαρξιακής ψυχοθεραπείας ("Existential Psychotherapy"). Το πρώτο του βιβλίο, "Theory and Practice of Group Psychotherapy", έχει μεταφραστεί σε 14 γλώσσες και αποτελεί βασικό διδακτικό εγχειρίδιο σε πολλές σχολές ψυχιατρικής και ψυχοθεραπείας.
Ο Yalom έχει γράψει πολλά ακόμη επιστημονικά βιβλία και άρθρα. Το λογοτεχνικό του έργο αρχίζει όψιμα και περιλαμβάνει δύο συλλογές διηγημάτων ("Love's Executioner" και "Momma and the Meaning of Life") και τρία μυθιστορήματα ("When Nietzsche Wept", "Lying on the Couch" και "The Schopenhauer Cure"), που όλα έχουν γίνει μπεστ-σέλλερ σε πολλές χώρες. Όλα του τα λογοτεχνικά βιβλία αποτελούν ιστορίες ψυχοθεραπείας και ο ίδιος τα θεωρεί προέκταση του διδακτικού του έργου, το οποίο, όπως λέει, βρίθει ούτως ή άλλως ιστοριών και διηγήσεων.
Στις Εκδόσεις Άγρα κυκλοφορούν τα βιβλία του: "Όταν έκλαψε ο Νίτσε", "Στο ντιβάνι" και "Η θεραπεία του Σοπενάουερ" (μυθιστορήματα)· "Ο δήμιος του έρωτα" και "Η μάνα και το νόημα της ζωής" (διηγήματα)· "Θρησκεία και ψυχιατρική", "Το δώρο της ψυχοθεραπείας", "Στον κήπο του Επίκουρου - Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου", "Θεωρία και πράξη της ομαδικής ψυχοθεραπείας και Ενδονοσοκομειακή ομαδική ψυχοθεραπεία" (δοκίμια και μελέτες)· "Κάθε μέρα λίγο πιο κοντά - Μια ψυχοθεραπεία ειπωμένη δυό φορές" (με την Ginny Elkin)· "Θα φωνάξω την αστυνομία" που συνέγραψε με τον R.L.Berger (αφήγημα), ενώ ετοιμάζεται το βιβλίο "Υπαρξιακή ψυχοθεραπεία".

"Το σπίτι μέσα στην έρημο" - ένα παραμύθι του Τζιάννι Ροντάρι

..........................................................


       •    "Το σπίτι μέσα στην έρημο"*
 

   του Τζιάννι Ροντάρι

                                       

   Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας άνθρωπος πολύ πλούσιος. Πιο πλούσιος κι από τον πιο πλούσιο δισεκατομμυριούχο Αμερικάνο. Πιο πλούσιος και από το θείο Σκρουτζ. Πάρα, πάρα, πάρα πολύ πλούσιος. Είχε μαγαζιά ολόκληρα γεμάτα νομίσματα, από το πάτωμα ως το ταβάνι κι από το υπόγειο ως την ταράτσα. Νομίσματα χρυσά, ασημένια, μετάλλινα. Νομίσματα των πεντακοσίων, των εκατό, των πενήντα. Λίρες ιταλικές, ελβετικά φράγκα, στερλίνες εγγλέζικες, δολάρια, ρούβλια, ζλότι, δηνάρια. Είχε στατήρες, ζυγαριές για νομίσματα όλων των ειδών απ’ όλες τις χώρες. Είχε χιλιάδες μπαούλα σφραγισμένα, γεμάτα χαρτονομίσματα.
   Αυτόν τον άνθρωπο τον έλεγαν Πουκ.
   Ο κύριος Πουκ αποφάσισε να φτιάξει ένα σπίτι.
-    Θα το κάνω μέσα στην έρημο, είπε, μακριά απ’ όλους κι απ’ όλα.
   Στην έρημο δεν υπάρχουνε πέτρες για να χτίσει κανείς σπίτι, ούτε τούβλα ούτε ασβέστης ούτε ξύλο ούτε μάρμαρο. Δεν υπάρχει τίποτα έξω από άμμο.
-    Τόσο το καλύτερο, σκεφτότανε ο κύριος Πουκ, θα φτιάξω ένα σπίτι από τα λεφτά μου. Αντί για πέτρες, τούβλα, ξύλο και μάρμαρο, θα χρησιμοποιήσω τα νομίσματά μου.
   Φώναξε έναν αρχιτέκτονα και τον έβαλε να κάνει το σχέδιο του σπιτιού.
-    Θέλω τριακόσια εξήντα πέντε δωμάτια, είπε ο κύριος Πουκ, ένα για κάθε μέρα του χρόνου. Το σπίτι πρέπει να έχει δώδεκα ορόφους, ένα για κάθε μήνα του χρόνου. Θέλω πενήντα δύο σκάλες, μια για κάθε βδομάδα του χρόνου. Κι όλο το σπίτι πρέπει να φτιαχτεί από νομίσματα. Καταλάβατε;
-    Θα χρειαστεί τουλάχιστον κανένα καρφί…
-    Καθόλου. Αν σας χρειαστούν καρφιά, πάρτε τα χρυσά μου νομίσματα, λιώστε τα και φτιάξτε καρφιά.
-    Για τη στέγη θα χρειαστούν κεραμίδια.
-    Καθόλου. Μεταχειριστείτε τα ασημένια μου νομίσματα και θα γίνει μια στέγη πολύ γερή.
   Ο αρχιτέκτονας έκανε το σχέδιο. Για να μεταφέρουνε μέσα στην έρημο όλα τα νομίσματα που χρειαζότανε, είχανε ανάγκη από τρεις χιλιάδες πεντακόσιες νταλίκες.
   Για να μείνουν οι εργάτες χρειάστηκε να στηθούν τετρακόσιες σκηνές.
   Κι αρχίσανε τη δουλειά. Σκάψανε τα θεμέλια κι ύστερα αντί να ρίξουν τσιμέντο ρίχνανε ολόκληρα φορτηγά νομίσματα.
   Φτιάξανε τους τοίχους με νόμισμα πάνω στο νόμισμα. Το πρώτο πάτωμα έγινε από ασημένια νομίσματα ιταλικά, των πεντακοσίων λιρών. Το δεύτερο, όλο από δολάρια.
   Ύστερα φτιάξανε τις πόρτες. Κι εκείνες τις έκαναν από νομίσματα κολλημένα το ένα με το άλλο. Μετά τα παράθυρα. Χωρίς τζάμια. Τα ξώφυλλα γίνανε από αυστριακά σελίνια και μάρκα γερμανικά και τα ντύσανε από μέσα με χαρτονομίσματα τούρκικα και ελβετικά.
   Η στέγη, ο δρόμος φτιάχτηκαν από νομίσματα μετάλλινα και ασημένια.
   Τα έπιπλα, η μπανιέρα, οι βρύσες, τα χαλιά, το κιγκλίδωμα του υπόγειου, το αποχωρητήριο: όλα από νομίσματα, νομίσματα, νομίσματα και πάλι από νομίσματα.
   Κάθε βράδυ ο κύριος Πουκ, σαν οι εργάτες τέλειωναν τη δουλειά τους, τους έψαχνε πατόκορφα για να είναι σίγουρος πως δε χώσανε κανένα νόμισμα μέσα στην τσέπη ή στο παπούτσι τους. Τους έβαζε ακόμα να βγάζουν έξω τη γλώσσα τους, γιατί μπορούσανε να κλέψουνε καμιά πεσέτα ή πιάστρα και να την κρύψουν από κάτω.
   Όταν τέλειωσε το σπίτι, περίσσεψαν ένα σωρό νομίσματα. Ο κύριος Πουκ έβαλε να του τα μεταφέρουν στα υπόγεια στα δωμάτια, στα δώματα, κι άφησε μόνο ένα στενό χώρο ελεύθερο ίσα ίσα να μπορεί να περνάει και να τα μετράει.
   Ύστερα φύγανε όλοι: ο αρχιτέκτονας, ο εργολάβος, οι εργάτες, οι φορτηγατζήδες και ο κύριος Πουκ έμεινε μόνος μέσα στην έρημο στο απέραντο σπίτι του που ήτανε φτιαγμένο από νομίσματα. Τα πόδια του πατούσαν νομίσματα, το κεφάλι του άγγιζε νομίσματα, δεξιά κι αριστερά νομίσματα, μπρος και πίσω νομίσματα, κι όπου και να γύριζε το βλέμμα αντίκριζε νομίσματα και πάλι νομίσματα. Ακόμα κι αν στεκότανε με το κεφάλι κάτω και τα πόδια απάνω πάλι νομίσματα θα ‘βλεπε. Στους τοίχους κρεμόντανε πίνακες μεγάλης αξίας: δεν ήτανε ζωγραφική, αλλά νομίσματα μέσα σε κορνίζα που κι αυτή ήτανε φτιαγμένη από νομίσματα. Υπήρχανε αγάλματα, εκατοντάδες αγάλματα, καμωμένα από μπρούτζινα, χάλκινα και σιδερένια νομίσματα.
   Γύρω από τον κύριο Πουκ και το σπίτι του απλωνότανε η απέραντη έρημος που χανότανε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Καμιά φορά φυσούσε βοριάς ή νοτιάς και τα πορτοπαράθυρα χτυπούσανε κάνοντας έναν παράξενο ήχο. Ένα μελωδικό κουδούνισμα, που στο άκουσμά του ο κύριος Πουκ, που είχε γερό αυτί, μπορούσε να ξεχωρίσει τα νομίσματα κάθε χώρας: «Αυτό το τζιν το κάνουνε οι κορόνες της Δανίας, τούτο το ντιν τα ολλανδέζικα φιορίνια… Κι αυτός εδώ είναι ο ήχος της Βραζιλίας, της Ζάμπιας, της Γουατεμάλας…»
   Όταν ο κύριος Πουκ ανέβαινε τις σκάλες μπορούσε να ξεχωρίσει χωρίς καν να κοιτάξει τα νομίσματα που ποδοπατούσε από το τρίξιμο που έκαναν κάτω από τις σόλες του· είχε πόδια πολύ ευαίσθητα.
   Κι ανεβαίνοντας με τα μάτια κλειστά μουρμούριζε: «Ρουμανία, Ινδίες, Ινδονησία, Ισλανδία, Καναδάς, Ιαπωνία, Νότιος Αφρική…»
   Φυσικά, κοιμότανε σ’ ένα κρεβάτι φτιαγμένο από νομίσματα: παλιά χρυσά εικοσόφραγκα για προσκεφάλι και για σεντόνια χαρτονομίσματα των εκατό λιρών, ραμμένα με διπλή κλωστή. Άλλαζε σεντόνια κάθε μέρα, γιατί ήτανε πολύ της καθαριότητας. Τα βρόμικα σεντόνια τα έριχνε στο χρηματοκιβώτιο.
   Για να τον πάρει ο ύπνος διάβαζε βιβλία από τη βιβλιοθήκη του. Οι τόμοι ήτανε φτιαγμένοι από χαρτονομίσματα των πέντε Ηπείρων δεμένοι με πολλή φροντίδα. Ο κύριος Πουκ δεν κουραζότανε ποτέ να ξεφυλλίζει κείνα τα βιβλία, γιατί ήτανε άνθρωπος πολύ καλλιεργημένος.
   Ένα βράδυ, ενώ ξεφύλλιζε έναν τόμο με χαρτονομίσματα της Εθνικής Τράπεζας της Αυστραλίας… 

                                                 ΠΡΩΤΟ    ΤΕΛΟΣ

   Ένα βράδυ ο κύριος Πουκ άκουσε να χτυπάνε την πόρτα του σπιτιού του και είπε με σιγουριά: «Χτυπούν την πόρτα που είναι φτιαγμένη με παλιά τάλιρα με τη Μαρία-Τερέζα».
   Πήγε να δει και δεν είχε κάνει λάθος πόρτα. Άνοιξε. Ήτανε ληστές.
-    Το πουγκί σου ή τη ζωή σου
-    Σας παρακαλώ, κύριοι: δεν έχω κανένα πουγκί.
   Οι ληστές μπήκανε μέσα κι ούτε πήρανε τον κόπο να ρίξουνε μια ματιά στους τοίχους, στα παράθυρα, στα έπιπλα. Ψάχνανε το χρηματοκιβώτιο. Το ανοίξανε. Ήτανε γεμάτο σεντόνια και κείνοι δε χασομερήσανε να δούνε να δούνε αν είναι από λινό ή από χαρτί. Σ’ ολόκληρο το σπίτι, από το πρώτο πάτωμα ως το δωδέκατο, δεν υπήρχε ούτε ένα πουγκί. Μόνο σε μερικά δωμάτια, στα υπόγεια και στα δώματα βρισκόντανε κάτι παράξενα πράγματα, μα μέσα στο σκοτάδι δεν μπορούσανε να ξεχωρίσουνε τι ήτανε. Κι έπειτα οι ληστές είναι άνθρωποι που τους αρέσει η ακρίβεια: θέλουν πουγκί και πουγκί ο κύριος Πουκ δεν έχει.
   Πρώτα λοιπόν τους έπιασε θυμός κι ύστερα βάλανε τα κλάματα, γιατί είχανε διασχίσει όλη την έρημο για να κάνουνε την κλοπή τους και τώρα έπρεπε να την ξαναδιασχίσουν με άδεια χέρια. Ο κύριος Πουκ για να τους παρηγορήσει τους πρόσφερε δροσερή λεμονάδα. Ύστερα φύγανε μέσα στη νύχτα ποτίζοντας με τα δάκρυά τους την άμμο. Από κάθε δάκρυ φύτρωσε ένα λουλούδι. Το άλλο πρωί ο κύριος Πουκ θαύμαζε το πανόραμα της λουλουδιασμένης ερήμου.

                                               ΔΕΥΤΕΡΟ   ΤΕΛΟΣ

   Μια νύχτα ο κύριος Πουκ άκουσε να χτυπούνε την πόρτα και είπε με σιγουριά: «Είναι η πόρτα που είναι φτιαγμένη από παλιά τάλιρα με τους Νεγκούς της Αιθιοπίας».
   Πήγε ν’ ανοίξει. Ήτανε δυο παιδάκια χαμένα μέσα στην έρημο. Κρυώνανε, πεινούσανε και κλαίγανε.
-    Ελεημοσύνη, σας παρακαλούμε.
   Ο κύριος Πουκ τους έκλεισε την πόρτα στα μούτρα. Κείνα όμως συνέχιζαν να χτυπάνε. Τέλος, ο κύριος Πουκ τα λυπήθηκε και τους φώναξε: «Πάρτε αυτή την πόρτα κι αφήστε με ήσυχο».
   Τα παιδάκια πήρανε την πόρτα. Ήτανε βαριά, καμωμένη από ατόφιο χρυσάφι: αν μπορούσανε να την κουβαλήσουνε ως το σπίτι… θ’ αγοράζανε γάλα και μακαρόνια.
   Μια άλλη φορά ήρθανε άλλα δυο παιδάκια και ο κύριος Πουκ τους χάρισε άλλη μια πόρτα.
   Ύστερα σκορπίστηκε παντού η φήμη πως ο κύριος Πουκ έγινε γενναιόδωρος και καταφτάνανε οι φτωχοί απ’ όλα τα μέρη της γης και κανένας δεν έφευγε με άδεια χέρια: σ’ έναν ο κύριος Πουκ χάριζε ένα παράθυρο, σ’ άλλον μια καρέκλα καμωμένη από νομίσματα των πενήντα λεπτών και τα λοιπά. Μετά ένα χρόνο είχε χαρίσει και τη στέγη από το τελευταίο πάτωμα.
   Οι φτωχοί όμως εξακολουθούσανε να καταφτάνουνε απ’ όλα τα μέρη του κόσμου.
   «Δεν ήξερα πως υπήρχανε τόσοι πολλοί» συλλογιότανε ο κύριος Πουκ.
   Τους βοηθούσε και χρόνο με το χρόνο το σπίτι φαγώθηκε ως τα θεμέλια. Ύστερα κείνος πήγε να ζήσει σε μια σκηνή σαν Βεδουίνος ή σαν κατασκηνωτής κι ένιωθε ανάλαφρος σαν πουλάκι.

                                                     ΤΡΙΤΟ   ΤΕΛΟΣ

   Μια βραδιά ο κύριος Πουκ, ξεφυλλίζοντας ένα τόμο με χαρτονομίσματα, βρήκε ένα πλαστό. Πώς βρέθηκε κεί μέσα; Έχει γούστο να υπάρχουν κι άλλα τέτοια! Άρχισε να ψάχνει με μανία όλους τους τόμους της βιβλιοθήκης του και βρήκε δώδεκα πλαστά χαρτονομίσματα.
-    Σκέψου να υπάρχουνε και ψεύτικα νομίσματα μέσα στο σπίτι. Πρέπει να κοιτάξω.
   Το έχομε πει πως ο κύριος Πουκ ήτανε άνθρωπος πολύ ευαίσθητος. Η ιδέα μόνο και μόνο πως σε κάποια γωνιά του σπιτιού του, σ’ έναν τοίχο, σ’ ένα σκαμνί ή κολλημένο σε μια πόρτα, υπήρχε ένα κάλπικο νόμισμα δεν τον άφηνε να κοιμηθεί.
   Κι έτσι άρχισε να γκρεμίζει όλο το σπίτι για να ανακαλύψει τα κάλπικα νομίσματα. Πρώτα πρώτα γκρέμισε τη στέγη κι ύστερα άρχισε να κατεβαίνει προς τα κάτω, ένα ένα τα πατώματα, κι όταν έβρισκε κάλπικο νόμισμα έβαζε τις φωνές: «Το γνωρίζω, μου το έδωσε κείνος ο τάδε των τάδε απατεώνας…».
   Τα νομίσματα τα γνώριζε απέξω κι ανακατωτά κι ήτανε πολύ προσεκτικός μα μια στιγμή αφηρημάδας μπορεί να την έχει ο καθένας.
   Λοιπόν, ξέφτισε το σπίτι κομμάτι κομμάτι. Κάθισε τότε εκείνος στη μέση της ερήμου, ψηλά στην κορφή, πάνω στο σωρό τα ερείπια από χρυσό, ασήμι και χαρτονομίσματα της Τράπεζας της Ιταλίας. Να ξαναφτιάξει το σπίτι του απ’ την αρχή, δεν το ‘χε πια όρεξη. Να εγκαταλείψει το σωρό από τα ερείπια, δεν το ‘θελε. Έμεινε λοιπόν κει δα γεμάτος φούρκα. Κι όσο καθότανε στην κορφή, όλο και μίκραινε, μίκραινε. Τέλος έγινε κι εκείνος ένα κάλπικο νόμισμα κι όταν κατέφτασε ο κόσμος να μαζέψει όλο τούτο το χρήμα, κείνον τον πέταξαν καταμεσής στην έρημο.

       Ποιο τέλος προτιμάει ο Τζιάννι Ροντάρι;

   Το πρώτο τέλος είναι αστείο, μα είναι απίθανο. Το δεύτερο θα ήτανε όμορφο, μα είναι απίστευτο: ο κύριος Πουκ δεν είναι από τους ανθρώπους που συγκινούνται με τη δυστυχία των άλλων. Προτιμώ το τρίτο τέλος, παρ’ όλο που είναι λίγο μελαγχολικό.

....................................................................

*: από τα "ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΠΑΤΕ ΚΕΦΙ"

μτφ Άλκης Ζέη, εκδόσεις "Κέδρος"


Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Πωλ Κλωντέλ (1868 - 1955) Στίχοι και βιογραφικό


............................................................... 



Πωλ Κλωντέλ (1868 - 1955)

Ο ψαράς πιάνει το ψάρι μ' αυτό το καλάθι το βαθιά χωμένο    
                                                                       / κάτω απ' τα κύματα.
Ο κυνηγός, μ' αυτό τον άφαντο βρόχο ανάμεσ' από δυο 
                                                   /κλαδιά, πιάνει τα μικρά πουλιά.
Κι εγώ, λέει ο κηπουρός, για να πιάσω το φεγγάρι 
                                           /και τ' αστέρια, μου φτάνει
λίγο νερό - και τις ανθισμένες κερασιές, και τα φλογισμένα
                                                                                        /σφεντάμια,
μου φτάνει τούτη η κορδέλα νερό που ξετυλίγω.
Κι εγώ λέει ο ποιητής, για να πιάσω τις μορφές και τις ιδέες, 
                                                                             /μου φτάνει τούτο
το δόλωμα από άσπρο χαρτί - οι θεοί δε θα περάσουν χωρίς 
/ν' αφήσουν απάνω τ' αχνάρια τους, σαν τα πουλιά στο χιόνι.
Για να δελεάσω τα βήματα της Αυτοκρατόρισσας 
                                          /της Θάλασσας, μου φτάνει
αυτό το χάρτινο χαλί που ξετυλίγω - για να κάμω 
/τον Αυτοκράτορα τ' Ουρανού να κατέβει, μου αρκεί αυτή 
/η αχτίδα φεγγαριού, μου αρκεί αυτή η σκάλα από χαρτί 
                                                                                                /άσπρο.

Μετάφραση Τέλλος Άγρας
από την "Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης", από τον Χριστόφορο Λιοντάκη 

.............................................................

                
 Βιογραφία

Κλοντέλ, Πολ (Paul Claudel, Βιλνέβ-σιρ-Φερ 1868 – Παρίσι 1955). Γάλλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Διαμόρφωσε την προσωπικότητά του ανάμεσα στους συμβολιστές ποιητές, συναναστράφηκε τον Μαλαρμέ και επηρεάστηκε βαθιά από την ποίηση του Ρεμπό. Η θρησκευτική κρίση που το διάστημα 1886-90 αναθέρμανε την πίστη του, στιγμάτισε την πορεία ολόκληρης της ζωής του. Την ίδια περίοδο ο Κ. δοκίμασε ένα είδος ακανόνιστου στίχου, μεταβλητού μήκους ανάλογα με τον τρόπο ομιλίας, έτσι ώστε να αναπαράγεται ο ίδιος ο ρυθμός της αναπνοής. Επρόκειτο για ένα αποτελεσματικότατο εκφραστικό μέσο, το οποίο έδωσε έναν τελείως προσωπικό χαρακτήρα στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Το 1890 ξεκίνησε τη διπλωματική του σταδιοδρομία, η οποία τον οδήγησε στις πιο μακρινές χώρες, από την Αμερική έως την Άπω Ανατολή. Αυτές οι ταξιδιωτικές εμπειρίες του αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τη συγγραφή πολλών δοκιμίων του, όπως το Γνωριμία με την Ανατολή (1900). Το 1946 έγινε ακαδημαϊκός.
Στα λυρικά του Κ. –όπως οι Πέντε μεγάλες ωδές και το Corona benignitatis anni Dei (1915)– ο εκλεπτυσμός και η σύγχρονη ποιητική ελευθερία υποτάσσονται σε έναν ορισμένο απολογητικό σκοπό: η ευρύτητα και η ποικιλία του σύμπαντος εξυμνούνται ως μαρτυρίες για την ύπαρξη του θεού. Παρόμοια αντίληψη εκφράζεται και στο έργο του Ποιητική τέχνη (1907).
Τα θεατρικά κείμενα του Κ. αποτελούν, μαζί με εκείνα του Μέτερλινκ, τη σπουδαιότερη δραματική έκφραση της συμβολικής ποίησης. Από τα έργα που γράφτηκαν πριν από το 1900, παρουσιάστηκαν στη σκηνή –μετά τον θάνατο του συγγραφέα– μόνο Η πόλη (γραμμένο το 1890) από το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο του Ζαν Βιλάρ (1955) και το Χρυσό κεφάλι (γραμμένο το 1899) από τον Ζαν Λουί Μπαρό (1959). Ο Ευαγγελισμός ανέβηκε στη σκηνή από τον Λινιέ Πο στο Théâtre de l’Oeuvre (1912), ενώ το 1914 παρουσιάστηκαν Ο Όμηρος και Η ανταλλαγή στο Vieux Colombier από τον Κοπό.
Η πλειοψηφία όμως των δραμάτων του –γραμμένα όλα πριν το 1924– παρουσιάστηκε στο κοινό αρκετά αργότερα: Ο κλήρος του μεσημεριού (1948, από τον Μπαρό), Ο ταπεινωμένος πατέρας (1946) Το ατλαζένιο γοβάκι, που θεωρείται και το αριστούργημά του (1943, από τον Μπαρό). Πολλά θεατρικά κείμενα παρουσιάστηκαν στη σκηνή με μουσική των Χόνεκερ και Μιλό. Σε ορισμένες περιπτώσεις, διασκευάστηκαν από τον ίδιο τον συγγραφέα. Στα κείμενα του Κ., που δεν είναι γραμμένα αποκλειστικά για το θέατρο, οι σκηνικές απαιτήσεις συχνά καλύπτονται από την ευγλωττία και τον λυρισμό, καθώς και από μια ελευθερία σύνθεσης, η οποία έχει αντληθεί από τα μεγάλα πρότυπα του Αισχύλου, του Σαίξπηρ και των Ισπανών δραματουργών. Άξιοι μνείας είναι επίσης οι σχολιασμοί του σε βιβλία άλλων συγγραφέων. 

http://www.ygeiaonline.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=56950:klontel_pol 

Αύγουστος Στρίντμπεργκ (1849 - 1912) Από την "Δεσποινίδα Τζούλια" (ο κλασικός μονόλογος, βίντεο από σύγχρονη κινηματογραφική εκδοχή)

..........................................................





 Αύγουστος Στρίντμπεργκ 
(1849 - 1912)

"Οι ψυχές μου (ήρωες) είναι συμπυκνώσεις  παρελθόντων και παρόντων πολιτισμικών φάσεων, αποσπάσματα βιβλίων και εφημερίδων, μέλη ανθρώπων, κομμάτια από γιορτινά ρούχα που κουρελιάστηκαν, ακριβώς όπως η ψυχή είναι ένα κομμάτι φτιαγμένο από μπαλώματα"*

"Η απέχθειά μου για το άλλο φύλο είναι η άλλη όψη της έντρομης έλξης μου για αυτό"*




Από την "Δεσποινίδα Τζούλια"**


...Δις ΤΖΟΥΛΙΑ:... Έλα μαζί μου. Δεν μπορώ να ταξιδέψω τέτοια μέρα μόνη μου. Για σκέψου μόνο - την ημέρα του Αη - Γιαννιού, σ' ένα πνιγηρό τραίνο, να στριμώχνεσαι μ' ένα σωρό κόσμο που σε τρώει με τα μάτια του και να περιμένεις ώρες ολόκληρες σε σταθμούς ενώ θέλεις να φύγεις, να φύγεις... Οχι δεν μπορώ! δεν μπορώ... Κι ύστερα - οι αναμνήσεις - οι αναμνήσεις τ' Αη Γιαννιού στα παιδικά μου χρόνια με την εκκλησία στολισμένη με κλαριά σημύδας και κουφοξυλιάς, το μεσημεριανό τραπέζι στρωμένο για φίλους και συγγενείς και το απόγεμα στο πάρκο, μουσική, χορός, παιχνίδια, Ω... όσο μακρυά κι αν φεύγεις, σ' ακολουθ΄νε οι αναμνήσεις, τρυπώνουν από παντού και μαζί η θλίψη, η μεταμέλεια!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Θα 'ρθω μαζί σας - αλλά τώρα, στη στιγμή, πριν είναι πολύ αργά. Εμπρός πάμε.
Δις ΤΖΟΥΛΙΑ: Ετοιμάσου λοιπόν. (παίρνει το κλουβί).
ΓΙΑΝΝΗΣ: Κι όχι αποσκευές για να μην προδοθούμε.
Δις ΤΖΟΥΛΙΑ: Ναι, σωστά. Μόνον όσες μπορούμε να πάρουμε μαζί μας στο βαγόνι.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (παίρνοντας το καπέλο του) Τι είναι αυτό; Τι διάβολο έχει εκεί μέσα;
Δις ΤΖΟΥΛΙΑ: Ο σπίνος μου είναι. Δεν θα 'θελα να τον αφήσω.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ω, για τ' όνομα του Θεού! Θα κουβαλάμε κι ένα κλουβί μαζί μας. Παράτα το.
Δις Τζούλια: Είναι το μόνο πράγμα που θέλω να πάρω μαζί μου. Είναι το μόνο ζωντανό πλάσμα που μ' αγαπά αφότου η Λιάνα με πρόδωσε. Γιάννη, μην είσαι τόσο σκληρός - άσε με να το πάρω μαζί μου.
Δις Τζούλια: Αφήστε το εδώ σας λέω και μη φωνάζετε τόσο θα σας ακούσει η Χριστίνα.
Δις ΤΖΟΥΛΙΑ: Όχι, δεν τ' αφήνω σε ξένα χέρια. Θα προτιμούσα να το σκοτώσω.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Εντάξει. Δώστε το σε μένα να του στρίψω το λαιμό.
Δις ΤΖΟΥΛΙΑ: Να μην πονέσει μόνο. Σας παρακαλώ να μην το πονέσετε. Δεν θα το αντέξω.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Εγώ το αντέχω. Δώστε το σε μένα.
Δις ΤΖΟΥΛΙΑ: (παίρνοντας το πουλί απ' το κλουβί, το φιλάει). Ω, μικρή, φτωχή ψυχούλα! Θα μου πεθάνεις τώρα για χάρη της κυράς σου;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Να χαρείτε αφήστε τώρα τις σκηνές. Εδώ πρόκειται για το μέλλον σας, για τη ζωή σας. Ας βιαστούμε! (αρπάζει το πουλί απ' τα χέρια της, παίρνει το μαχαίρι του κρέατος, προχωρεί προς το ξύλο, που λιανίζουν τα κρέατα. Η Δις Τζούλια γυρίζει τις πλάτες). Θα 'πρεπε να είχατε μάθει να σφάζετε κοτόπουλα παρά να μου πυροβολείτε  στο βρόντο με το πιστόλι... (δίνει μία με το μαχαίρι) και τότε δε θα λιποθυμούσατε με μια σταγόνα αίμα. 
Δις ΤΖΟΥΛΙΑ: (κραυγάζοντας).    Σκότωσέ με! Σκότωσε και μένα! Εσύ που σφάζεις ένα αθώο πλασματάκι χωρίς να σε νοιάζει διόλου. Ω, σε μισώ, σε σιχαίνομαι. Αίμα μπήκε τώρα ανάμεσά μας. Κατάρα στην ώρα που σήκωσα τα μάτια μου απάνω σου! Κατάρα στην ώρα που μ' έπιασε στη μήτρα της η μάνα μου.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Τι βγαίνει με τις κατάρες; Έλα πάμε!
Δις ΤΖΟΥΛΙΑ: (Σα να τραβιέται από το αίμα και προχωρεί προς το ξύλο όπου σφάχτηκε ο σπίνος της). Όχι δε φεύγω τώρα. Δε μπορώ! Πρέπει να ιδώ - Σσσ! Ένα αμάξι είναι έξω! (ακροάζεται ενώ τα μάτια της είναι στυλωμένα αδιάκοπα στο ξύλο και στο μαχαίρι το ματωμένο).  Νόμισες πως δεν μπορώ να δω αίμα; Νόμισες πως είμαι έτσι αδύναμη; Ω πώς θα το 'θελα να ιδώ το αίμα σου, τα μυαλά σου χυμένα πάνω σ' αυτό το ξύλο. Όλα τα ανδρικά σου μέλη να κολυμπα΄νε μέσα στο αίμα. Ω, θα μπορούσα να έπινα μέσα από το καύκαλό σου, πόσο θα χαιρόμουνα να τσαλαβουτήσω τα πόδια μου μέσα στα σπλάχνα σου και να φάω την καρδιά σου έτσι καθώς θα την ξεροτηγάνιζα. Θάρρεψες πως σ' αγαπώ γιατί η μήτρα μου τρελάθηκε και θέλησε το σπόρο σου. Και νομίζεις πως θα κρατήσω το έμβρυό σου μέσα στα σπλάχνα μου και θα το θρέψω με το αίμα μου - να το γεννήσω και  να πάρω τ' όνομά σου! Και ποιο είναι τ' όνομά σου; Σίγουρα δε θά 'χεις όνομα! Και να γίνω εγώ η Κυρία του Πορτιέρη ή η Κυρία του Σκουπιδιάρη! Σκύλε εσύ, με το λουρί μου γύρω στο λαιμό σου, εσύ λακέ, που έχεις τα οικόσημά μου στα μανικέτια σου. Εγώ να σε μοιραστώ με τη μαγείρισά μου, να γίνω αντίζηλος της δούλας μου! Ωχ! Νόμισες πως είμαι μια δειλή και θα 'θελα να το σκάσω μαζί σου. Όχι, τώρα θα σταθώ εδώ κι ας χαλάσει όλος ο κόσμος!... Θα γυρίσει ο πατέρας μου - θα βρει το συρτάρι του σπασμένο - και τα λεφτά του παρμένα! Θα χτυπήσει το κουδούνι - αυτό εκεί πάνω - δυο φορές για το λακέ του - ύστερα θα ειδοποιήσει την αστυνομία και γω θα του τα πω όλα. Όλα! Ω, να τέλειωναν έτσι όλα αυτά! Αν μπορούν ποτέ να τελειώσουν! Ναι, θα του 'ρθει αποπληξία και θα πεθάνει. Έτσι θα τέλειωναν όλα και θα 'ρχότανε η γαλήνη, η γαλήνη - η αιώνια ανάπαυση! Και τα οικόσημα θα σπάσουν πάνω στο φέρετρο οι τίτλοι θα εξαλειφθούν και ο γόνος του δούλου θα ριχτεί μέσα σ' ένα ορφανοτροφείο για να δρέψει τις δάφνες του νεροχύτη και να τελειώσει στη φυλακή!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Έτσι μπράβο, Δεσποινίς Τζούλια! Να, που μιλά τώρα το βασιλικό σου αίμα! Έτσι χώσε ξανά το μυλωνά μέσα  στους σάκκους του!...  

*: από το βιβλίο "Ο Στρίντμπεργκ και η σύγχρονη δραματουργία" (Συμπόσιο στους Δελφούς 1988, εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας)
** : στην κλασική μετάφραση του Πέλου Κατσέλη ("Δωδώνη", 1977)  
 
.......................................................





























..........................................................